Ἡ
ἀλληγορία τοῦ σπηλαίου στόν Πλάτωνα καταλήγει στό πόσο σημαντική εἶναι ἡ στροφή
τῆς ψυχῆς πρός τήν ἰδέα τοῦ ἀγαθοῦ· μάλιστα, θεωρεῖ πώς τό σημαντικότερο ἔργο
πού ἔχει νά ἐπιτελέσει μιά πολιτεία εἶναι νά βοηθήσει ὅσους εἶναι ἀπό τή φύση τους προικισμένοι νά
βγάλουν τήν ἀνηφοριά καί νά προσεγγίσουν ἐκεῖνο τό μάθημα πού χαρακτηρίζει ὡς
τό μέγιστο, δηλαδή νά ἀντικρύσουν τό Ἀγαθό ὄχι γιά νά μείνουν ἐκεῖ ἀλλά γιά νά
ἐπιστρέψουν καί νά φροντίσουν τήν πόλη, καθώς θά ἔχουν «δεῖ τήν ἀλήθεια τῶν
ὄμορφων, τῶν δίκαιων, τῶν ἀγαθῶν πραγμάτων. Κι ἔτσι θά ’ναι ἀληθινή ἡ ζωή πού
θά ζήσουμε… καί ὄχι ἔνα ὄνειρο, ὅπως εἶναι τώρα… ὅπου οἱ ἄνθρωποι πολεμοῦν ὁ
ἕνας τόν ἄλλον γιά σκιές καί ξεσηκώνονται νά ἁρπάξουν τήν ἐξουσία, λές καί
εἶναι τάχα ἡ ἐξουσία κανένα μεγάλο καλό».2
Εἶναι
ὡστόσο σημαντικό νά κατανοήσουμε καί τί σημαίνουν ὅλα αὐτά σέ ἐπίπεδο ἀγωγῆς.
Διότι «ἡ παιδεία δέν εἶναι ὅ,τι ἰσχυρίζονται γι’ αὐτήν κάποιοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν
γιά ἐπάγγελμά τους τήν ἐκπαίδευση. Ἰσχυρίζονται δηλαδή ὅτι μέσα στήν ψυχή τους
δέν ὑπάρχει γνώση κι ὅτι κατά κάποιον τρόπο τή γνώση τήν βάζουν αὐτοί μέσα στήν
ψυχή, περίπου σάν νά ἔβαζαν ὅραση σέ μάτια τυφλῶν. Ἀπεναντίας, ἡ τωρινή μας
διερεύνηση… δείχνει αὐτή τή δύναμη τῆς γνώσης πού καθένας ἔχει μέσα στήν ψυχή
του, κι ἐπίσης τό ἐργαλεῖο, μέ τό ὁποῖο καθένας φθάνει στή μάθηση. Ὅπως ἀκριβῶς
δέν ὑπῆρχε ἄλλος τρόπος νά στρέψει κανείς τά μάτια του ἀπό τό σκοτάδι στό φῶς
παρά μόνο στρέφοντας ὁλόκληρο τό σῶμα, ἔτσι πρέπει νά στραφεῖ μέ ὁλόκληρη τήν
ψυχή ἀπό τήν περιοχή τοῦ γίγνεσθαι πρός τήν ἄλλη πλευρά, ὥσπου νά γίνει ἱκανή ἡ
ψυχή νά ἀντέχει νά ἀντικρύζει τό ὄν καί τό πιό φωτεινό ἀπό τό ὄν, πού
ἰσχυριζόμαστε ὅτι αὐτό εἶναι τό Ἀγαθό.
»Ἑπομένως
ἡ παιδεία … θά εἶναι ἡ τέχνη γιά τή μεταστροφή τῆς ψυχῆς, μέ ποιόν τρόπο δηλαδή
ἡ μεταστροφή θά συντελεστεῖ ὅσο τό δυνατόν εὐκολότερα καί ἀποτελεσματικότερα,
ὄχι πῶς θά ἐμφυτευθεῖ στό ὄργανο αὐτό ἡ δύναμη τῆς ὅρασης, ἀλλά θεωρώντας
δεδομένο ὅτι τό ὄργανο διαθέτει αὐτή τή δύναμη κι ὅτι ἁπλῶς δέν εἶναι στραμμένο
στή σωστή κατεύθυνση καί δέν κοιτάζει πρός τά ἐκεῖ πού θά ἔπρεπε, νά μηχανευτεῖ
ἡ τέχνη τῆς παιδείας ἕναν τρόπο ὥστε αὐτό νά κατορθωθεῖ».2
Διαφορετικά
ἄνθρωποι φαῦλοι ἀλλά πανέξυπνοι, πού μέ ὀξυδέρκεια διακρίνουν αὐτά στά ὁποῖα
εἶναι στραμμένο τό βλέμμα τους θά ὑπηρετοῦν τήν κακία, κι ὅσο καλύτερα βλέπουν
τόσο περισσότερα κακά θά ἀπεργάζονται.
«Σ’ αὐτήν
ὅμως τή φτιαξιά … ἄν ἔπαιρνε κάποιος ἕνα μαχαίρι κι ἄρχιζε ἀπό τήν παιδική
κιόλας ἡλικία νά κόβει ἀπό τήν ψυχή ὁλόγυρα τά μέρη πού συγγενεύουν μέ τόν
κόσμο τοῦ γίγνεσθαι καί πού μέ τήν πολυφαγία καί τή λαγνεία καί τίς ἄλλες
ἡδονές ἔχουν προσκολληθεῖ ἐπάνω της καί σάν κομμάτια μολύβι τῆς γυρίζουν τήν
ὄψη πρός τά κάτω … τότε ἡ ἴδια αὐτή δύναμη τῶν ἴδιων ἀνθρώπων θά ἔβλεπε τά
ἀληθινά ὄντα τόσο ξεκάθαρα ὅσο κι αὐτά στά ὁποῖα εἶναι τώρα στραμμένη».2
Ἐκτιμώντας
λοιπόν τήν ἀγωγή ὡς τή στροφή τῆς ψυχῆς πρός τήν σωστή κατεύθυνση, γιά νά
μπορέσει αὐτή ἀρχικά νά συλλαβίσει καί σιγά σιγά νά γίνει ἱκανή νά κατανοήσει
τό Ἀγαθό, θά πρέπει νά ἐργαστοῦμε ὅπως ἀκριβῶς ὅταν μαθαίναμε τά γράμματα τοῦ
ἀλφαβήτου.
«Νιώθαμε τότε ὅτι θά εἴχαμε κάνει σημαντική
πρόοδο, ὅταν θά μπορούσαμε νά ἀναγνωρίζουμε τά γράμματα, πού εἶναι λιγοστά, σέ
ὅλες τίς λέξεις … ἔχοντας κατανοήσει ὅτι δέν θά μαθαίναμε ἀνάγνωση προτοῦ νά τό
κατορθώναμε αὐτό… Τότε λοιπόν … δέν πρόκειται νά λάβουμε ὁλοκληρωμένη παιδεία,
οὔτε ἐμεῖς οὔτε αὐτοί γιά τούς ὁποίους ἰσχυριζόμαστε ὅτι πᾶμε νά τούς δώσουμε
παιδεία … προτοῦ νά μποροῦμε νά διακρίνουμε τά σχήματα τῆς σωφροσύνης, τῆς
ἀνδρείας, τῆς μεγαλοψυχίας, τῆς ἀξιοπρέπειας κι ὅσα πᾶνε χέρι-χέρι μέ αὐτά, ὅπως πάλι καί τά
ἀντίθετά τους, παντοῦ ὅπου αὐτά ἐναλλακτικά ἐμφανίζονται καί ὑπάρχουν, μέσα στό
κάθε τί στό ὁποῖο ὑπάρχουν».3
Ἐξετάζοντας
τώρα τά σχήματα πού προβάλλονται στό
ψηφιακό σπήλαιο τῆς ἐποχῆς μας θά διαπιστώσουμε ὄχι μόνο πόσο αὐτά
ἀπέχουν ἀπό τά σχήματα τοῦ Ἀγαθοῦ ἀλλά πώς σέ πρακτικό ἐπίπεδο τά εἰκονικά
εἴδωλα πού προβάλλονται κατ’ ἐξακολούθηση, βομβαρδίζοντάς μας κυριολεκτικά,
ἀφαιροῦν ἀπό τήν ὅραση τήν ὀξύνοια τῆς ψυχῆς καί ἀλλοτριώνουν τή φύση της. Γιά
νά γίνει μάλιστα πιό κατανοητό τό τί ἀκριβῶς μᾶς συμβαίνει, ἀρκεῖ νά παρακολουθήσουμε
τόν εὔστοχο τρόπο μέ τόν ὁποῖο αὐτό ἔχει διατυπωθεῖ αἰῶνες πρίν, ἀναφορικά μέ
τήν ἀγωγή πού δίνεται μέσῳ τῆς τέχνης στά παιδιά, τά ὁποῖα θά πρέπει: «νά μήν
ἀνατρέφονται μέσα σέ ἀπεικονήσεις τοῦ κακοῦ σάν μέσα σέ κακό λιβάδι
τσιμπολογώντας ἀπό ’δῶ κι ἀπό ’κεῖ λίγο-λίγο κάθε μέρα καί δοκιμάζοντας πολλά
ὥσπου τελικά, δίχως νά ἀντιληφθοῦνε πῶς, νά σωρεύσουν στήν ψυχή τους ἕνα
πελώριο κακό, ἀλλά νά ἀναζητοῦμε τεχνίτες μέ ἔμφυτη τήν ἰκανότητα νά ἀνιχνεύουν
τήν ὀμορφιά καί τήν εὐπρέπεια, ὥστε οἱ νέοι, σάν μέσα σ’ ἕναν τόπο ὑγειινό, νά
ἀντλοῦν ὠφέλεια ἀπό τά πάντα, καθώς ὁτιδήποτε ἀπό τά ὄμορφα ἔργα θά ἀγγίζει τά
μάτια ἤ τά αὐτιά τους θά εἶναι σάν αὔρα ἀπό ἕναν τόπο καλό πού θά φέρνει ὑγεία,
καί χωρίς κάν νά τό καταλάβουν, ἀπό παιδιά κιόλας, θά τούς ὁδηγήσει νά
μοιάσουν, νά φιλιώσουν καί νά ταιριάξουν μέ τό λόγο πού κλείνει μέσα της ἡ
ὀμορφιά».3 Καί προσθέτει ἀκόμα ὅτι «ὅποιος ἔχει ἀνατραφεῖ ὅπως
πρέπει θά προσέξει ἀμέσως ὁποιαδήποτε ἀτέλεια, ὁτιδήποτε δέν εἶναι ὄμορφα
φτιαγμένο ἤ ἡ φυσική ἀνάπτυξή του δέν ἔχει ὄμορφα ξεδιπλωθεῖ, καί
δυσανασχετώντας, δικαίως, γι’αὐτό ὅσα μέν εἶναι ὡραῖα θά τά παινεύει καί θά τά
χαίρεται, καί κλείνοντάς τα μέσα στήν ψυχή του θά τρέφεται ἀπό αὐτά καί θά
πλάθεται καλός καί ἄξιος, ἐνῷ ὅσα εἶναι ἄσχημα θά τά κατακρίνει, ὅπως εἶναι τό
σωστό, καί θά τά ἀπεχθάνεται ἀπό νέος κιόλας, προτοῦ κάν νά εἶναι σέ θέση νά
ἀντιληφθεῖ γιά ποιόν ἀκριβῶς λόγο συμβαίνει αὐτό, κι ὅταν κάποτε ὁ λογισμός
ἔρθει, ἐκεῖνος ἔχοντας ἔτσι ἀνατραφεῖ, θά τόν καλωσορίσει ἀμέσως ἀναγνωρίζοντάς
τον ἀπό τή συγγενικότητα πού ἔχει μαζί του».3
Νομίζω θά
πρέπει μέ σοβαρότητα καί εἰλικρίνεια νά ἀπαντήσουμε στό πόσο προηγμένη πρέπει
νά θεωρεῖται μιά ἐποχή ὅπου πράττεται ἀκριβῶς τό ἀντίθετο. Γιά ποιά ἄλματα
προόδου μιλᾶμε ὅταν ἀπανθρωποιοῦμε τόν ἄνθρωπο καί τόν ἐμβολιάζουμε μέ
πολλαπλές δόσεις κακίας καί ἀνοησίας.4
Συνυπολογίζοντας
μάλιστα τόν διαρκῶς ἐπιταχυνόμενο ρυθμό πού ἁρμόζει στίς μηχανές ἀλλά ὄχι στόν
παλμό τῆς ψυχῆς, φτάνουμε στήν πρακτική μιᾶς κοινωνίας πού ἔχει ἐξορίσει ὄχι
ἁπλῶς τήν ἰδέα καί τή γνώση τοῦ Ἀγαθοῦ ἀλλά καί τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο. Καλπάζουσα εἶναι πλέον ἡ ἀποϊεροποίηση τῆς
φύσης καί τῆς φύσης μας, καθώς καί ἡ ἐκχώρηση τῆς ἐλευθερίας μας σέ σχήματα πού
διαβρώνουν τόσο τό ἀνθρώπινο πρόσωπο ὅσο καί ὁλόκληρη τή Δημιουργία. Ἔχουμε
ὕπουλα ἀποξενωθεῖ ἀπό τόν τρόπο πού τό Ἀγαθό θα μποροῦσε νά ἔχει γίνει ἡ φυσική
μας κίνηση.
«Αὐτή ἡ
ἀφύσικη τοποθέτηση στούς ἀντίποδες μᾶς κάνει, λόγου χάρη, ἀντίθετα ἀκριβῶς μέ
τά ὅσα διδάσκει ὁ Πλάτωνας στό εὐπρεπείας γραφῆς πέρι καί ἀπρεπείας (Φαίδρος 274b), νά
διατηροῦμε ὁρισμένες καταστάσεις πού μᾶς ἔχουν κάνει ἔξωθεν – ὅπως ἡ γραφή –
οὐκ ἔσωθεν ἀναμιμνησκόμενους, καί μᾶς πορίζουν ὄχι ἀληθινή σοφία, ἀλλά τό
ὁμοίωμά της, σοφίας δόξαν, οὐκ ἀλήθειαν». 5
«Ὅποιος
ὅμως ἔχει νοῦ … θά ἀναλογιστεῖ ὅτι δύο εἰδῶν εἶναι οἱ συγχύσεις πού συμβαίνουν
στά μάτια καί δύο εἰδῶν εἶναι οἱ αἰτίες στίς ὁποῖες ὀφείλονται, ἀνάλογα μέ τό
ἄν περνάει κανείς ἀπό τό φῶς στό σκοτάδι ἤ ἀπό τό σκοτάδι στό φῶς. Καί
θεωρώντας ὅτι ἀκριβῶς τά ἴδια συμβαίνουν καί μέ τήν ψυχή, ὅποτε θά βλέπει
κάποια ψυχή νά τά ’χει χαμένα … θά προσπαθεῖ νά διαπιστώσει τί ἀπό τά δύο
συμβαίνει: Εἶναι ἄραγε τυφλωμένη ἐπειδή ἔχοντας ἔλθει ἀπό μία ζωή φωτεινότερη
δέν εἶναι συνηθισμένη στὸ σκοτάδι ἤ, ἀντιθέτως ἐπειδή προχωράει ἀπό τήν περισσή
ἀμάθεια σέ μιά περιοχή φωτεινότερη, κάτι πιό λαμπερό ἔχει πλημμυρίσει τά μάτια
της μέ ἐκτυφλωτικό φῶς;»2
Φαίνεται
πώς διαχρονικά ὁ ἄνθρωπος στρέφεται, μέ ὑποκίνηση τοῦ πονηροῦ, στή συνεχή καθ'
ὅλην τήν ζωή του ἐνασχόληση μέ τή γνώση, καί δέν μένει ἔτσι καιρός νά ἀσχοληθεῖ
μέ τήν ἀληθινή παιδεία καί ἀγωγή, πού καθαρίζει τήν ψυχή ἀπό τά πάθη. Ὡς
ἐπιλήσμων, ἀποκόπτεται ἀπό τήν εὐδοκία πού καταυγάστηκε στό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ
καί παγιδεύεται στήν κακοδοξία τοῦ ψηφιακοῦ «σπηλαίου», παραδίνοντας τήν καρδιά
του ὄχι στόν Υἱό καί Θεό τῆς εἰρήνης ἀλλά σέ πολεμοχαρεῖς κοσμοκράτορες, ἰούς
διαβολῆς. Θά μπορούσαμε νά ἐκτιμήσουμε πώς ὁ ἀποκλεισμός τῆς τρέχουσας παιδείας
ἀπό τήν πνευματική γνώση καί τό γεγονός ὅτι ἡ ἐπιστημονική ἀντίληψη τῆς γνώσης
οὐσιαστικά καταξιώθηκε ὡς ὁ μόνος τρόπος πού ὑπάρχει γιά νά φτάσει κάποιος στή
μάθηση, ἐκτοπίζοντας μάλιστα τόν πνευματικό νοῦ καί ἀντικαθιστώντας τον μέ τήν
ὑπολογιστική λογική, στάθηκε ὁ καθοριστικός παράγοντας διάβρωσης τῆς νοητικῆς
μας ἀντίληψης.
«Στή
σφαίρα τῆς γνώσης γίνεται ὁρατή, τελευταία καί μέ μεγάλη δυσκολία, ἡ ἰδέα τόῦ
Ἀγαθοῦ… Οἱ ἄλλες τώρα ἀρετές, πού γενικῶς χαρακτηρίζονται ὡς ἀρετές τῆς ψυχῆς,
φαίνεται ὅτι εἶναι κάπως κοντά στό σῶμα – γιατί στ’ ἀλήθεια, ἐνῷ πρωτύτερα δέν
ὑπῆρχαν στήν ψυχή, ὕστερα μέ τόν ἐθισμό καί τήν ἄσκηση, ἐμφυτεύονται σ’ αὐτήν,
ἐνῷ ἡ φρόνηση καί ἡ γνώση φαίνεται νά ριζώνει σέ κάτι ἀσυγκρίτως πιό θεϊκό».2
Αὐτή ἡ
προσέγγιση στό θεϊκό κομμάτι, ἡ πορεία ἀπό τό κατ’ εἰκόνα πρός τό καθ’ ὁμοίωση,
ἡ χάρη τῆς μετοχῆς μας ὄχι ἁπλῶς στό Ἀγαθό ἀλλά στόν Πανάγαθο Θεό, δέν εἶναι
μόνο «στροφή» πρός τό φῶς ἀλλά ἡ δυνατότητα νά ὑπάρξουμε ὡς υἱοί φωτός, γιά τήν
εὐλογία καί τήν σωτηρία τοῦ σύμπαντος κόσμου.
Κατερίνα τών ξωκλησιών,
τών ποιητών λάλον ύδωρ
καί ζήτημα / γέννημα φωτός,
που ενεδύθης Χριστόν
καί τόν θυμίζεις στούς αποξεχασμένους,
σ’ ευχαριστούμε που μάς λές
τή μοίρα τού ήλιου.
Νά’ σαι καλά καί νά χαίρεσαι όσα αγαπάς !