.

.

Πέμπτη 31 Αυγούστου 2023

ΣΧΟΛΙΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗ «ΓΡΑΜΜΗ ΤΟΥ ΟΡΙΖΟΝΤΟΣ» ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ

 

«Ὡς αναπνοή θά πρέπει να ἐννοήσετε τήν πνευματικότητα» (Ν. Γ. Πεντζίκης)

 

Ὁ Χρήστος Βακαλόπουλος μέ ἀφορμή ἕναν χωρισμό καταγράφει τό διαζύγιο πού ἔχουμε πάρει ἀπό τήν πνευματική μας ὑπόσταση. Ἡ πορεία μας μεταλλάχτηκε σέ καρέ στιγμών πού ὁδηγοῦν σέ ἀσφυξία τό μυστήριο τῆς παρουσίας. Κόβοντας τή ζωή σέ στιγμές εὐτυχίας τεμαχίζουμε τήν ἀναπνοή μας.

Ἡ Ἐλβετία ἦταν τρομακτικά «καθαρή» γιατί ἦταν καθαρή μέ ἕναν ἐντελῶς φυσικό τρόπο. Ἔχουμε γίνει δραματικά «φυσικοί». Ἔχουμε λησμονήσει τή μουσική τῆς ψυχῆς. Καταντήσαμε τήν ἀνάσα ἐξάρτημα μιᾶς  σωματικῆς μηχανῆς. Τρέχουμε καί δέν φτάνουμε πουθενά γιατί ἀπουσιάζουμε ἀπό τόν ἐσώτατο τόπο τῆς ὕπαρξης. Προσπαθοῦμε νά ἐξηγήσουμε καί ἀδειάζουμε περισσότερο γιατί γυρεύουμε ἀπαντήσεις ἔξω, στό φωταγωγημένο χάος τῶν ἀντιθέσεων, καί ὄχι σιωπές μέσα στόν ἱερό ἀποφατισμό τῆς ὑπάρξεως. Δίχως πνευματικότητα ἀπογυμνωθήκαμε ἀπό τήν καθολικότητα. Γιά αὐτό καί δέν ὑπάρχουν πιά ἀπαντήσεις. Ἀπάντηση εἶναι ἡ παρουσία πού δέν πρόδωσε τήν πνευματική της ὑπόσταση. Πού δέν ἀπώλεσε τήν πνοή τοῦ Θεοῦ στήν ἀνάσα της. Πού δέν ἀντάλλαξε τήν ἁρμονική συμφωνική της μέ τόν ἄσελγο ρυθμό τῆς μηχανῆς. Κάποιοι παγιδευμένοι στίς μέριμνες κατέστειλαν τή σημαίνουσα ἀποστολή τοῦ ἀνθρώπου καί «ἀσούσουμη κι ἀνέγνωρη ἡ Ἀρετούσα - ρίζα μας - ἐγίνη», φυλακισμένη σέ «στρατόπεδα εὐτυχίας» πού διαρκῶς ἐκτελοῦν μέ τηλεβόλα τό ἐν ἀληθεία βάθος της.

Ὀθόνες ἀπορρόφησαν τήν ὅρασή μας κι ἔκτοτε ζοῦμε τό μεγαλύτερο ψέμα: τό «ἀδηφάγο παρόν». Ἐγκλωβιστήκαμε σέ ἕνα ἐδῶ καί τώρα πού δέν ἔχει καμμία σχέση μέ τό λειτουργικό «σήμερον». Ἕνα τώρα πού ἔχει πάρει ὁριστικό διαζύγιο ἀπό τό νῦν. Αὐτή τή στιγμή ἀπουσιάζουμε γιατί ἀδειάσαμε τόν χρόνο ἀπό τή μαρτυρία του σέ αἰωνιότητα, ἀπεκδυθήκαμε ἀπό τό ἐν τῷ ἀεί νῦν.

Ζοῦμε τή μεγαλύτερη διαβολή. Τή μετάλλαξη τοῦ προσώπου πού κοινωνεῖ, στό εἰδωλικό του φίλαυτο καθρέφτισμα. «Ἡ ὡραιότερη ἀπό ἐμᾶς δέν εἶναι γυναῖκα, εἶναι φωτογραφία». Ἀπό τότε πού στριμώξαμε τόν πλανήτη Γῆ στήν τηλεόραση χάθηκε τό κέντρο τοῦ κόσμου. Ἔπαψε νά κτυπᾶ ἡ συμπάσχουσα καρδία πού μετουσίωνε τόν πόνο σέ νοῦ μεταγγίζοντας φωνή ὡς καί στά λιθάρια μας. Βουβάθηκε τοῦ κόσμου ἡ ἀναπνοή καί σαβανώθηκε ἡ μνήμη τῆς ἀνθρωπότητας. Ἀπό τότε πού ὁ ὀρθολογισμός ἐξόρισε τή μυσταγωγία μαυρίσαμε. Ἀπαρνηθήκαμε τό ὀντολογικό βάθος τοῦ μυστηρίου καί τηλεπροσδιοριζόμαστε ὡς εἰδικοί ἐξολοθρευτές τῆς πανταχοῦ (καί ὅμως) παροῦσας θείας οἰκονομίας. Μάταια πασαλειβόμαστε τόσα λάδια μαυρίσματος ἀφοῦ ἀπωλέσαμε τό ἔλαιο τῆς χάριτος. Καμιά λάμψη στό πνεῦμα μας.

«Εἶναι ἀλήθεια ὅτι κάποτε ἦσουν ἄγνωστε κόσμε ἑνωμένος μέ τόν γνωστό κόσμο;»

 Τή Φιλοκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων διαπνέει ἡ ἀσκητική πνευματικότητα αὐτῆς τῆς ἕνωσης. Τήν ποιήσή μας ἡ ἐνορατική πάλη μέ τό ἐπέκεινα. «Λίγο κάτω ἀπό τό δέρμα ἡ κυανωπή γραμμή τοῦ  ὁρίζοντος» μαρτυρᾶ ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης, δηλώνοντας κάτι παραπάνω ἀπό ἑνότητα, κάτι πού ἔχει σχέση μέ τό μυστήριο τῆς ἐνσαρκώσεως. Στή γραφή τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη ἕνα πανδέγμων και συγχωρητικό φῶς  ἐναρμόνιζε τήν εἰκόνα μας μέ  τίς εἰκόνες τοῦ κόσμου. Ὁ Χρήστος Βακαλόπουλος καταφέρνει μέ  ἐνάργεια νά καταγράψει  τόν χωρισμό μας ἀπό τόν προγονικό τρόπο ἀναπνοῆς. «Ζωή εἶναι –πιά- αὐτό πού δέν ἔχει παρελθόν», πού δίχως ρίζες μᾶς καταντᾶ τουρίστες, νά καπνίζουμε, νά ἀγοράζουμε, νά τρώμε καί νά ἀφοδεύουμε πάνω στή μοίρα τοῦ τόπου μας. Ἴδιοι ὅλοι οἱ χρόνοι,  ἴδιοι ὅλοι οἱ ἀνθρώποι, ἴδια ὅλα τά νησιά, ἴδιοι ὅλοι οἱ τόποι, «ἡ Ἔφεσος δέν ἀναπνέει» ὅλα ἔχουν χάσει πιά τήν ἀναπνοή τους μέσα μας. Τό ἀπολύτως τίποτα κατεδαφίζει τόν πολιτισμό μας,  «ξερνάει πάνω μας» τή δικτατορία τῆς διαστροφικῆς ἐλευθερίας του ἀκατάσχετα. Γιά τό ξεφτισμένο φαντό τοῦ τρόπου μας  ἀναζητᾶ τά σταθερά στημόνια  στή νῆσο τῆς Ἀποκάλυψης. Στή Σκάλα της, ψηλαφεῖ τή λησμονημένη  κλίμακα τοῦ βίου καί μᾶς παραδίδει τό φακό τῆς γραφῆς του γιά τό μονοπάτι πού «Δι’ εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων» μπορεῖ ἀπό τό «σχίσμα τοῦ βλέμματος» νά περάσει τή γραμμή ἑνός ἐλπιδοφόρου ὁρίζοντος.

«Αὐτή τή στιγμή λείπει... κολυμπάει…» χάνεται ἀπό προσώπου γῆς, παλεύει κόντρα στη χαίνουσα λήθη, νά ἀξιωθεῖ στ’ ἀνοιχτά τή  μυστική ἀπεραντοσύνη ἀπό τό «ἐλθέ» τῆς ἀρχέτυπης κλήσεως. Ἡ γραμμή τοῦ ὁρίζοντος σά μεταφυσική φλέβα ἐπανασυνάπτει τά ρέοντα μέ τά ἀεί μένοντα καί ζέοντα τῶν οὐρανίων πνοῶν.

 

 

Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2022

 

Στὸ εἰκονοστάσι τῆς ἑλληνίδας μνήμης

 

«Τ ξωκλήσια δίπλα στκακια ἢ ἀπάνω στ βράχια τν νησιν μας, πς ξηγον οφωτισμένοι μας τν παρουσία τους; Διακοσμητικ μήπως;» Ζήσιμος Λορεντζάτος

γιαγιὰ ἡ Κυριακούλα Μικρασιάτισσα, σν ποδημητικ χελιδόνα, φοροσε μαρα ροχα, τ μαλλιά της τά’ χε μιδετφωλιστν κεφαλή της, πάντοτε τανε συγυρισμένη μκαπάντοτε σιωπηλή. Γιτν ξεριζωμ μέσα στος τόσους μύθους πο μς κουβάλησε πτν νατολή, οτε λέξη. Μεσάνυχτα ξέκλεψα τμυστικ θωριά της. στεκε εθυτενς μλυττμακριλευκ μαλλιά της κασν ν εχε ποτινάξει τ σκοτάδι δίχως τ μαρα της, μέσα σὲ ἕνα κατάλευκο μακρνυχτικφάνταζε δωρικκαμυστηριακ ψηλότερη. Γυρισμένη πρς τν Τίμιο Σταυρό προσευχόταν λέγοντας:

«Ποιός εμαι;

πό ποῦ ἔρχομαι;

Ποπάω;

Ποιός σκοπός τς ζως μου;

Καί ποθά καταλήξω;»

Καὶ ὅταν ρθε ἡ ὥρα της –νπάντα τν τρόμαζε θάνατος καμτπαραμικρ καλοσε τν γιατρό– σηκώθηκε, νίφτηκε καμς κάλεσε ν μς δείξει ποῦ ἔχει τροχα τς ταφς πο τά’ χε φερμένα πτος γίους Τόπους. «Τν Δευτέρα θά φύγω», επε. Σξημέρωσε Πέμπτη φώναξε τμητέρα καζήτησε νερό. Καὶ ἔφερε νερὸ ἡ μητέρα. «χι τέτοιο νερκόρη μου. Ψωμί». Καὶ ἔφερε ψωμὶ ἡ μητέρα. «χι τέτοιο ψωμί, κόρη μου». Κατάλαβε μητέρα πς κάτι συνέβαινε κα κάλεσε τνερέα. «Αττνερό, αττψωμί, ζήτησα» επε κακοινώνησε. φυγε τν Δευτέρα, πως τς εχε ποκαλυφθε.

Μνμεςπλς μεταθέτουν τ μυστήριο μέσα μας. Τ Κατερνάκι τοΓιαλοἡ ἄλλη γιαγιποζοσε στ νησί– εχε στ κάντρα κολλημένες τς φωτογραφίες μτὰ ἐγγονάκια της.

«Τβλέπετε; Κάθε πρωσκάνω τν καφ τς Παναγις τσι λεγε τ θύμιασμα–ρχομαι κασς καλημερίζω. ναν ναν μ τὸ ὄνομά σας». Μ τί λέει γιαγιά, κον οφωτογραφίες; ναρωτιόμουν. Ν περάσουν πρεπε, χρόνοι πολλομδιακονία καστέρηση γινὰ ἀνοίξει ψυχκανδεπς Θεός εναι ποὺ ἀκούει στνγια Πρόθεση τς γάπης. κεποσπεύδω τώρα μτπρόσφορο καὶ ἕναν ναν μέ τ’ νομά σας, σς καλημερίζω μαωνιότητα ζσα. Καδν εμαι γώ, λλὰ ἐσες πο συνεχίζετε μέσα μου, εναι ὁ ἴδιος Θεός, Νν καὶ Ἀε προσευχόμενος μέσα μας.

Οχρόνοι κύλησαν, μεγάλωσα, σπούδασα, εσλθα στν γορὰ ἐργασίας, σ ναν τρόπολλότριο ποὺ ἀκόμα πασχίζει νκατασπαράξει τούτη τν ερ παρακαταθήκη τς προγονικς μνήμης. κτιθέμενη καθημερινσ στεγανοποιημένο βιοπορισμκαὶ ἀνελέητο βομβαρδισμὸ ἀπὸ ὀρμέφυτα πάθη. Μ κάτι λυτρωτικό, σν τν μίτο τς ριάδνης, σφιχτμ κρατοσε δεμένη στ κατάρτι τς μνήμης. Κασυγκρατοσε τὸ ἴσο τς βαθύτερης καρδις σὲ ἄλλη ξιοπρέπεια:  «Ἡ ἀνταπόδοση  τς δικίας εναι δικία». (Σωκράτης). ντνβλαστημτ σκοτάδι πο μοῦ ἔλαχε, νάβω  κερστν κκλησία κακάνω τν παρξη κοινωνχάριτος μ «τρόπον εσυμπάθητον, επροσήγορον λόγον, γνώμην θεοπειθ», σκητικφιλαλήθειας κα εσεβείας, καθς οἱ ἅγιοι εράρχες τν δικν μας γραμμάτων διδάσκουν. Μετουσιώνεται, μτν τρόπο ατσ Κυριακοδρόμιοβίος μτμυστικ σήμαντρο τς καρδις, «λλον δωρ» τς νήψης. Διότι «κατ βάθος εμαι ζήτημα φωτός» (Σεφέρης), διότι πάντα «τσκοτάδι μ χρωστάει στ φς» (λύτης), διότι μόνη ατογνωσία πο μοκληροδοτήθηκε εναι τι: «τάχτηκα παιδαγωγς καπρέπει νὰ ἐκφράσω ταώνιο συνολικ πρόσωπο τς ζως» (Πεντζίκης). Γιατδέν εναι ρίζα μας τόπος. Δν εναι ρίζα μας χρόνος. ρίζα μας εναι κόσμος. ψιπετς κόσμος: ναλισκόμενος λασμός.

χι δέν στέκω «πρόστυχα ντυμένη μέ πομιμήσεις νοημάτων ζως» (Πεντζίκης). δική μου μητέρα  σταύρωνε τό ρουχαλάκι πρίν μοτό φορέσει. «σοι ες Χριστόν βαπτίσθητε, Χριστόν νεδύσασθε»λεγε καί ξόρκιζε τά μοδάτα λλότρια  κελεύσματα τς φιλαυτίας κρατώντας «πάντα νοιχτπάντα γρυπνα τ μάτια τς ψυχς μου» (Σολωμός).

Ψυχή, λαμπάδα ναστάσιμου φωτς ποδν πιτρέπει στν θάνατο ποκατάντησε καθημερινσυνθήκη λήθης, νὰ ἁλώσει τν παρξη. «Συναισθάνομαι τν ννοια τς μαρτίας ς προσβολὴ ἀπέναντι στὸ ἀθάνατο μέγεθος ποὺ ἀντιπροσωπεύω» (Πεντζίκης). Μόνο μία εναι ἡ ἀπόκριση πο γυρεύω: «Τίξίζει νας νθρωπος, τί θέλει κα πς θά δικαιολογήσει τν παρξή του στν Δευτέρα Παρουσία;» (Σεφέρης).

Δν εναι λοιπν διακοσμητικτ ξωκλήσια μας. Εναι τς «πονεμένης Ρωμιοσύνης» (Κόντογλου) τκάστρα. Μέσα στ σμα τοΧριστοφυλάσσεται τ σμα τοῦ Ἔθνους. Τ «μόγλωσσον, μότροπον, μόθρησκον» (ρόδοτος)δαφος τοπολιτισμο μας. «Γιατ, καθς νας ητός, κάθε φορποθθελήσει ν σηκωθε πάνω π’ τ γ, φείλει πρτα νδιανύσει μτ πόδια να διάστημα πόλυτα ρισμένο, ποὺ ἂν δν τχει… μένει αχμάλωτος τνδιων του φτερν, παράλλαχτα τΠνεμα,… ν δν νιώσει μὲ ἕναν τρόπο κάτουθέ του κάποιο ξαρμα στορίας πνευματικς ντάξιό του, κινδυνεύει κόμα πάλι,… νὰ ὑποκύψει στ στενότητα τν στίβων, θε πάσχει μέρα νύχτα ν σωθε» (Σικελιανός).δική μας στορία εναι δάδαναστάσιμη. «π’ τκόκκαλα βγαλμένη τν λλήνων τὰ ἱερά». Κοινωνία Λειτουγικκα Εχαριστιακή. Μτν δυναμικ τοῦ ἐλαχίστου. Μτν μικρ λίθο τς πίστης. Κάποτε εχαμε νκάνουμε μτν βρη. Τώρα μως περάσαμε στν σέλγεια τς βρης. Στν Γολιάθ πομτν «διονυσιασμ τς τεχνολογίας» (Καροζος) παραγιγάντωσε.

«Τὸ ἔθνος νθεωρεῖ ἐθνικν ,τι εναι ληθές» (Σολωμός).

«Τὸ ἀληθς δν εναι χάρισμα φυλετικὸ ἤ ἐθνικό. Ἡ ἀλήθεια κπορεύεται κατ’ εθείαν π τΠνεμα τὸ Ἅγιο» διευκρίνιζε ναςλληνιστς ποὺ ἔζησε στήν Λίμνη Εβοίας, Φίλιππος Σέρραρντ, πο πάει νπεπς οκουμενικότητα τς λληνικς ψυχς προσδιορίζεται πτδίψα της γιὰ ἁγιότητα.

«να καδυό: τμοίρα μας δν θτν πεκανείς.

να καδυό: τ μοίρα τοῦ ἥλιου θτν πομε μες.

Εμαστε πκαλ γενιά» (λύτης).

 

Δημοσιεύθηκε στο τχ 333 (Φεβρουάριος 2021) του περιοδικού “Πειραϊκή Εκκλησία”, μέσα στα πλαίσια του αφιερώματος «Η εθνική ταυτότητα σήμερα».

Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα (“Αυτοπροσωπογραφία”) είναι έργο της Αγγελικής Χατζημιχάλη.

 

1 σχόλιο

Κατερίνα τών ξωκλησιών,

τών ποιητών λάλον ύδωρ

καί ζήτημα / γέννημα φωτός,

που ενεδύθης Χριστόν

καί τόν θυμίζεις στούς αποξεχασμένους,

σ’ ευχαριστούμε που μάς λές

τή μοίρα τού ήλιου.

Νά’ σαι καλά καί νά χαίρεσαι όσα αγαπάς !

 

Νόστος: Ἡ γραμμή τοῦ ἔσω ὁρίζοντος

 

Ἄν μπορούσαμε νά δώσουμε τό φιλί τῆς ζωῆς στήν ἡσυχαστική πνοή τῆς ἀνάσας μας ἡ πραγματικότητα θά ἄλλαζε ὄψη.

Στροβιλιζόμαστε ἀπό θύελλες πού συμπαρασύρουν μαζί μέ τά ὑλικά τοῦ κόσμου καί τή ψυχή μας. Ξεγελιόμαστε πώς είμαστε ἕρμαια ἀναπόφευκτων ἀλλαγῶν τή στιγμή πού ὁ θάνατος παραμένει ὁ σταθερός κοινός διαιρέτης τοῦ βίου. Παγιδεύουμε τή ψυχή σέ μια θνησιγενή παραδοχή δίχως νά κατανοοῦμε πώς ἡ παρουσία ἀποτελεῖ  άναστάσιμη ἀπόκριση καί θύρα καθολικότητας. Τή στιγμή πού ἡ ὕπαρξη ἀληθεύεται ὁ θάνατος θανατώνεται. Θαλασσοδερνόμαστε στά σκοτεινά βάθη ἔκπτωτης συνειδητότητας και αὐτοεξοριζόμαστε ἀπό τό φῶς τῆς κλήσεως. Κάποτε ὅμως, ἀρκεῖ μιά ρωγμή στό σκοτάδι ἀπό τό καρδιοχτύπι ἑνός μοναχικοῦ φάρου καί πρός στιγμήν δραπετεύουμε στή γραμμή ἑνός ἄλλου ὁρίζοντος. Μια ἔλξη μόλις ἀντιληπτή, κάτι σάν ἀνεπαίσθητο ὅριο πού διαχωρίζει καί ἐπισυνάπτει τήν πελαγοδρομία τοῦ βίου στό μυθικό βάθος μας. Μια ἀπρόσμενη εἰσπνοή θαύματος πού μαδᾶ τά λέπια τοῦ βλέμματος. Μια φλέβα διαισθητικῆς νήψης, σάν χέρι Θεοῦ σέ ὅραση καρδιακή. Ἐκεῖνο πού πραγματικά μᾶς συμβαίνει, εἶναι πώς ξεκλειδώνεται ὁ νόστος τοῦ ἀνθρώπου γιά αὐτό πού πραγματικά ἀφορᾶ καί ζωογονεῖ τήν ὕπαρξή του.

Ἀκροβατοῦμε πάνω σέ μιά τρίχα, τόν μίτο τοῦ μύθου μας, τό γεφύρι τῆς μοίρας μας ἐνῶ πάνωθέ του φτερουγίζουν ἄγγελοι πού ἀκατάπαυστα πασχίζουν νά ἑνώνουν τόν ἐνθάδε κόσμο μέ τόν ἐπέκεινα. Μύριες μεσιτεύουσες αὔρες δονοῦνται γιά νά μετουσιώνουν τό χοϊκό σκαρί σέ κιβωτό θαύματος. Ἀνάσες παλλόμενες μεσίστιες καί μεσίτριες ὁρατοῦ καί ἀοράτου, ρέοντος καί ζέοντος λόγου. 

Ἔγκλειστη στόν ἱστορικό δίαυλο, ἀνεξάρτητα ἀπό ἁλώσεις, ἀλλοτριώσεις ἤ ἀνατάσεις καί ἀναπαύσεις  πάντοτε ή ψυχή τοῦ ἀνθρώπου παραμένει διψώσα. Μόλις πλησιάσει κάποιον ὁρίζοντα αὐτός μετατοπίζεται σάν τό «ἄνθος τοῦ Γιαλοῦ». Σάν τή λέξη, τήν ὁποιαδήποτε λέξη πού ποτέ δέν ἐξαντλεῖ στό γράμμα τό πνεῦμα της. Ζέουσα ὅμως παραμένει στό ἀπύθμενο φρέαρ τοῦ νοῦ ἡ κλήση. «Οἱ ἥρωες προχωροῦν στά σκοτεινά». Καί ὅσο γιγαντώνεται ἡ τραγικότητα τόσο πιό δυνατά ἀναπνέει ὁ μέσα χρόνος, ὁ μύθος, τόσο πιό τεντωμένο τό τόξο τῆς ὕπαρξης. Μπορεῖ νά ἀλλάζει τό σκηνικό, ἄλλοτε κόλαση, ἄλλοτε παράδεισος, ἀλλά ὁ νόστος τοῦ ἀνθρώπου καί τό ρίγος γιά τό αἴνιγμα τῆς παρουσίας του δέν θά ξεπεραστεῖ ποτέ. Ἡ ἱστορικότητα εἶναι ἁπλῶς μιά ἀφορμή, ἕνα ἱερό ἔδαφος μαρτυρίας τῆς ὑψιδρόμου κλήσεως. Ὁ νόστος, αὐτή ἡ βαθύτερη εἰσπνοή ὡς μακρόθυμη γραμμή τοῦ ἔσω ὁρίζοντος, ὑπάρχει γιά νά φωταγωγοῦμε τήν τραγικότητα, νά ὑπερβαίνουμε τόν θάνατο, νά μετουσιωνόμαστε στήν ἀνάσταση πού ὁ Θεός ἐμπιστεύεται στό πέρασμά μας. Ὁ νόστος, ὁ πασχάλιος καρδιακός μας ὁρίζοντας, εἶναι βαθύτερος καί ἀπό τόν ἔρωτα. Γιατί εἶναι ὁ μαγνητικός πόλος τῆς χάριτος. Διαπερνᾶ τά πάντα, εἶναι ἡ φιλότητα ἡ μυστική. Διαποτίζει μέ τό καρδιοχτύπι του τή δίψα τοῦ βλέμματος. Ἑνοποιεῖ διαισθητικά τά διεστῶτα, μαρτυράει τόν ἀποφατισμό τοῦ προορισμοῦ μας. Καί καλά κρατεῖ ἔως ὅτου περάσουμε ἐκεῖ πού τά πάντα «πεπλήρωται φωτός», ἔως ὅτου κυριευμένοι ἀπό θεότητα ποῦμε «καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι». Μέχρι τότε αὐτός ὁ ἐσωτερικός ὁρίζοντας θά’ναι ἀέναα μετατοπιζόμενος, «ἄφταστον» ἄνθος φωτός, σημεῖο ἐπαφῆς ἀλλά καί οὐρανομῆκες ὅριο, κάθε πού πιάνουμε τόν κάβο νά σύρουμε τόν χορό γιά νά ἐγγράψουμε καί νά ἐγγραφτοῦμε σέ ὁρίζοντα χάριτος.  

 

Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Θανάση Μπακογιώργου.

 

1 σχόλιο

Επιτέλους ένα κείμενο αληθινά υπαρξιακό κεντημένο σε καμβά πολύτιμο.

 

Πέμπτη 9 Ιουλίου 2020


ΨΗΦΙΑΚΟΙ ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΙ
e- cave

Ἡ ἀλληγορία τοῦ σπηλαίου πού βρίσκεται στήν Πολιτεία τοῦ Πλάτωνα, μᾶς λέγει γιά ἀνθρώπους πού, ἀπό παιδιά, βρίσκονται σ’ ἕνα οἴκημα ὑπόγειο, κάτι σάν σπηλιά,  ἁλυσσοδεμένοι ἀπό τά σκέλια καί τόν αὐχένα, ἀναγκασμένοι νά βλέπουν σέ ὅλη τή διάρκεια τῆς ζωῆς των μόνο τίς σκιές τῶν πραγμάτων, οἱ ὁποῖες προβάλλονται μπροστά τους ἀπό μιά φωτιά πού καίει πίσω τους, ὥστε λόγῳ τῆς ἐμπειρίας αὐτῆς νά ἐκλαμβάνουν καί νά συνομιλοῦν σέ ὅλη τους τή ζωή γιά τίς σκιές αὐτές ὡς ἀλήθειες.
Ἄν μάλιστα κάποιος ἀπό αὐτούς σπάσει τά δεσμά του καί στραφεῖ πρός τήν ἔξοδο τῆς σπηλιᾶς καί ἀντικρύσει τό φῶς, τότε, συνηθισμένος καθώς ἦταν στό σκοτάδι, ἀπό τήν ἐκτυφλωτική ξαφνική λάμψη θά ἔνιωθε μεγάλο πόνο στά μάτια του καί θά ἐπιθυμοῦσε νά στρέψει πάλι τό βλέμμα του στίς σκιές, θεωρώντας τις κιόλας πιό πραγματικές καί ἀληθινότερες ἀπό τά ἴδια τά πράγματα.  Ἐπιπλέον, θά ἀντιδροῦσε ἔντονα ἄν διά τῆς βίας τόν ἔσερναν ἔξω στό φῶς τοῦ ἥλιου καί  θά  τοῦ ἦταν ἀπαραίτητος ἕνας χρόνος προσαρμογῆς, ἀρχίζοντας ἀπό τίς σκιές καί τόν νυχτερινό οὐρανό, γιά νά μπορέσει κατόπιν νά δεῖ πρῶτα τά εἴδωλα τῶν πραγμάτων στό νερό καί ὕστερα τά ἴδια τά πράγματα, ἐνῷ θά χρειαστεῖ μεγαλύτερη ἀκόμα διάρκεια γιά νά συλλάβει τόν κύκλο τῶν ἐποχῶν καί τῶν χρόνων, δηλαδή νά κατανοήσει την ἀλληλουχία καί τούς βαθύτερους λόγους τῶν πραγμάτων. Τότε λοιπόν θά μακάριζε τόν ἑαυτό του γιά τή σοφία αὐτή καί θά προτιμοῦσε νά πάθαινε ὁτιδήποτε παρά νά ζεῖ τή ζωή τῶν σκιῶν. Ἄν τώρα αὐτός ὁ ἄνθρωπος κατέβαινε ξανά στο σπήλαιο, ἔτσι καθώς θά ἐρχόνταν ἀπότομα ἀπό τό φῶς τοῦ ἥλιου στο σκοτάδι, γιά ἀρκετό χρόνο ἡ ὅρασή του θά δυσκολευόνταν νά διακρίνει τίς σκιές,  ὁπότε θά ἔλεγαν για αὐτόν πώς γύρισε μέ χαλασμένα μάτια, ἄρα δέν ἀξίζει τόν κόπο νά βγεῖ κανείς στό φῶς· μάλιστα ὅποιον ἐπιχειροῦσε νά τούς λύσει ἀπό τά δεσμά γιά νά τούς ἀνεβάσει ἐπάνω θά τόν θεωροῦσαν ἐπικίνδυνο καί θά κατέληγαν νά τόν σκοτώσουν.
Στό σημεῖο αὐτό ἄς προσπαθήσουμε νά προσεγγίσουμε τόν ἐν λόγῳ  μύθο  μέ ὅρους τῆς δικῆς μας ἐποχῆς.
Ἄς ποῦμε λοιπόν πώς μέσῳ τῆς προηγμένης τεχνολογίας  κατασκευάσαμε τούς κρίκους μιᾶς ἀόρατης ἀλυσίδας πού ἀπό παιδιά μᾶς καθηλώνει σέ ἕνα ψηφιακό σπήλαιο, ἕνα e-cave  τό ὁποῖο ἀκινητοποιεῖ τά πόδια καί προσηλώνει τήν κεφαλή μας ἀποκλειστικά καί μόνο σέ εἰκονικά εἴδωλα πού μεθοδεύονται πισώπλατα μέσῳ στοχευμένων ἐρευνῶν (μάρκετινγκ) καί προβάλλονται ἐμπρός μας κατ’ ἐξακολούθηση, ἔτσι ὥστε νά συνηθίσουμε νά τά ἐκλαμβάνουμε καί νά συνομιλοῦμε γιά αὐτά ὡς ἀλήθειες. Σκεφτεῖτε, κιόλας πόσο παράλογος θά ἀκούγονταν ἕνας ἄνθρωπος πού θά ἐπέστρεφε ἀπό τόν πραγματικό κόσμο σέ αὐτούς πού ἀπό μικρά παιδιά ἔμαθαν νά κατανοοῦν μόνο τά εἴδωλα (καί μάλιστα, κατά ἀποκλειστικότητα, μόνο στίς σχέσεις πού γιά χρόνια αὐτά τούς προβάλλονταν) καί πώς ἀναπόφευκτα ἕναν τέτοιον ἄνθρωπο θά τόν θεωροῦσαν ἀφύσικο, μολυσματικό καί ἐπικίνδυνο γιά τήν κοινωνία τους.

Προκειμένου νά κατανοήσουμε τί μπορεῖ νά σημαίνουν ὅλα αὐτά γιά τήν ὀντολογία τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή γιά τό ποιός εἶναι, ποιός ὁ προορισμός καί τό νόημα τῆς παρουσίας του, ἄς ξεκινήσουμε συνειδητοποιώντας ὅτι πράγματι ὑπάρχει φῶς καί πράγματι ὑπάρχει σκοτάδι, γι’ αὐτό τό κατά ποῦ θά στραφεῖ  θά καθορίσει ἐν τέλει τήν σωτηρία του.
«Κι αὐτή εἶναι ἡ κρίση, ὅτι τό φῶς ἦρθε στόν κόσμο, καί οἱ ἄνθρωποι ἀγάπησαν τό σκοτάδι περισσότερο παρά τό φῶς.»1
Ἡ ἀλληγορία τοῦ σπηλαίου στόν Πλάτωνα καταλήγει στό πόσο σημαντική εἶναι ἡ στροφή τῆς ψυχῆς πρός τήν ἰδέα τοῦ ἀγαθοῦ· μάλιστα, θεωρεῖ πώς τό σημαντικότερο ἔργο πού ἔχει νά ἐπιτελέσει μιά πολιτεία εἶναι νά βοηθήσει ὅσους  εἶναι ἀπό τή φύση τους προικισμένοι νά βγάλουν τήν ἀνηφοριά καί νά προσεγγίσουν ἐκεῖνο τό μάθημα πού χαρακτηρίζει ὡς τό μέγιστο, δηλαδή νά ἀντικρύσουν τό Ἀγαθό ὄχι γιά νά μείνουν ἐκεῖ ἀλλά γιά νά ἐπιστρέψουν καί νά φροντίσουν τήν πόλη, καθώς θά ἔχουν «δεῖ τήν ἀλήθεια τῶν ὄμορφων, τῶν δίκαιων, τῶν ἀγαθῶν πραγμάτων. Κι ἔτσι θά ’ναι ἀληθινή ἡ ζωή πού θά ζήσουμε… καί ὄχι ἔνα ὄνειρο, ὅπως εἶναι τώρα… ὅπου οἱ ἄνθρωποι πολεμοῦν ὁ ἕνας τόν ἄλλον γιά σκιές καί ξεσηκώνονται νά ἁρπάξουν τήν ἐξουσία, λές καί εἶναι τάχα ἡ ἐξουσία κανένα μεγάλο καλό».2
Εἶναι ὡστόσο σημαντικό νά κατανοήσουμε καί τί σημαίνουν ὅλα αὐτά σέ ἐπίπεδο ἀγωγῆς. Διότι «ἡ παιδεία δέν εἶναι ὅ,τι ἰσχυρίζονται γι’ αὐτήν κάποιοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν γιά ἐπάγγελμά τους τήν ἐκπαίδευση. Ἰσχυρίζονται δηλαδή ὅτι μέσα στήν ψυχή τους δέν ὑπάρχει γνώση κι ὅτι κατά κάποιον τρόπο τή γνώση τήν βάζουν αὐτοί μέσα στήν ψυχή, περίπου σάν νά ἔβαζαν ὅραση σέ μάτια τυφλῶν. Ἀπεναντίας, ἡ τωρινή μας διερεύνηση… δείχνει αὐτή τή δύναμη τῆς γνώσης πού καθένας ἔχει μέσα στήν ψυχή του, κι ἐπίσης τό ἐργαλεῖο, μέ τό ὁποῖο καθένας φθάνει στή μάθηση. Ὅπως ἀκριβῶς δέν ὑπῆρχε ἄλλος τρόπος νά στρέψει κανείς τά μάτια του ἀπό τό σκοτάδι στό φῶς παρά μόνο στρέφοντας ὁλόκληρο τό σῶμα, ἔτσι πρέπει νά στραφεῖ μέ ὁλόκληρη τήν ψυχή ἀπό τήν περιοχή τοῦ γίγνεσθαι πρός τήν ἄλλη πλευρά, ὥσπου νά γίνει ἱκανή ἡ ψυχή νά ἀντέχει νά ἀντικρύζει τό ὄν καί τό πιό φωτεινό ἀπό τό ὄν, πού ἰσχυριζόμαστε ὅτι αὐτό εἶναι τό Ἀγαθό.
»Ἑπομένως ἡ παιδεία … θά εἶναι ἡ τέχνη γιά τή μεταστροφή τῆς ψυχῆς, μέ ποιόν τρόπο δηλαδή ἡ μεταστροφή θά συντελεστεῖ ὅσο τό δυνατόν εὐκολότερα καί ἀποτελεσματικότερα, ὄχι πῶς θά ἐμφυτευθεῖ στό ὄργανο αὐτό ἡ δύναμη τῆς ὅρασης, ἀλλά θεωρώντας δεδομένο ὅτι τό ὄργανο διαθέτει αὐτή τή δύναμη κι ὅτι ἁπλῶς δέν εἶναι στραμμένο στή σωστή κατεύθυνση καί δέν κοιτάζει πρός τά ἐκεῖ πού θά ἔπρεπε, νά μηχανευτεῖ ἡ τέχνη τῆς παιδείας ἕναν τρόπο ὥστε αὐτό νά κατορθωθεῖ».2
Διαφορετικά ἄνθρωποι φαῦλοι ἀλλά πανέξυπνοι, πού μέ ὀξυδέρκεια διακρίνουν αὐτά στά ὁποῖα εἶναι στραμμένο τό βλέμμα τους θά ὑπηρετοῦν τήν κακία, κι ὅσο καλύτερα βλέπουν τόσο περισσότερα κακά θά ἀπεργάζονται.
«Σ’ αὐτήν ὅμως τή φτιαξιά … ἄν ἔπαιρνε κάποιος ἕνα μαχαίρι κι ἄρχιζε ἀπό τήν παιδική κιόλας ἡλικία νά κόβει ἀπό τήν ψυχή ὁλόγυρα τά μέρη πού συγγενεύουν μέ τόν κόσμο τοῦ γίγνεσθαι καί πού μέ τήν πολυφαγία καί τή λαγνεία καί τίς ἄλλες ἡδονές ἔχουν προσκολληθεῖ ἐπάνω της καί σάν κομμάτια μολύβι τῆς γυρίζουν τήν ὄψη πρός τά κάτω … τότε ἡ ἴδια αὐτή δύναμη τῶν ἴδιων ἀνθρώπων θά ἔβλεπε τά ἀληθινά ὄντα τόσο ξεκάθαρα ὅσο κι αὐτά στά ὁποῖα εἶναι τώρα στραμμένη».2
Ἐκτιμώντας λοιπόν τήν ἀγωγή ὡς τή στροφή τῆς ψυχῆς πρός τήν σωστή κατεύθυνση, γιά νά μπορέσει αὐτή ἀρχικά νά συλλαβίσει καί σιγά σιγά νά γίνει ἱκανή νά κατανοήσει τό Ἀγαθό, θά πρέπει νά ἐργαστοῦμε ὅπως ἀκριβῶς ὅταν μαθαίναμε τά γράμματα τοῦ ἀλφαβήτου.
 «Νιώθαμε τότε ὅτι θά εἴχαμε κάνει σημαντική πρόοδο, ὅταν θά μπορούσαμε νά ἀναγνωρίζουμε τά γράμματα, πού εἶναι λιγοστά, σέ ὅλες τίς λέξεις … ἔχοντας κατανοήσει ὅτι δέν θά μαθαίναμε ἀνάγνωση προτοῦ νά τό κατορθώναμε αὐτό… Τότε λοιπόν … δέν πρόκειται νά λάβουμε ὁλοκληρωμένη παιδεία, οὔτε ἐμεῖς οὔτε αὐτοί γιά τούς ὁποίους ἰσχυριζόμαστε ὅτι πᾶμε νά τούς δώσουμε παιδεία … προτοῦ νά μποροῦμε νά διακρίνουμε τά σχήματα τῆς σωφροσύνης, τῆς ἀνδρείας, τῆς μεγαλοψυχίας, τῆς ἀξιοπρέπειας κι ὅσα  πᾶνε χέρι-χέρι μέ αὐτά, ὅπως πάλι καί τά ἀντίθετά τους, παντοῦ ὅπου αὐτά ἐναλλακτικά ἐμφανίζονται καί ὑπάρχουν, μέσα στό κάθε τί στό ὁποῖο ὑπάρχουν».3

Ἐξετάζοντας τώρα τά σχήματα πού προβάλλονται στό   ψηφιακό σπήλαιο τῆς ἐποχῆς μας θά διαπιστώσουμε ὄχι μόνο πόσο αὐτά ἀπέχουν ἀπό τά σχήματα τοῦ Ἀγαθοῦ ἀλλά πώς σέ πρακτικό ἐπίπεδο τά εἰκονικά εἴδωλα πού προβάλλονται κατ’ ἐξακολούθηση, βομβαρδίζοντάς μας κυριολεκτικά, ἀφαιροῦν ἀπό τήν ὅραση τήν ὀξύνοια τῆς ψυχῆς καί ἀλλοτριώνουν τή φύση της. Γιά νά γίνει μάλιστα πιό κατανοητό τό τί ἀκριβῶς μᾶς συμβαίνει, ἀρκεῖ νά παρακολουθήσουμε τόν εὔστοχο τρόπο μέ τόν ὁποῖο αὐτό ἔχει διατυπωθεῖ αἰῶνες πρίν, ἀναφορικά μέ τήν ἀγωγή πού δίνεται μέσῳ τῆς τέχνης στά παιδιά, τά ὁποῖα θά πρέπει: «νά μήν ἀνατρέφονται μέσα σέ ἀπεικονήσεις τοῦ κακοῦ σάν μέσα σέ κακό λιβάδι τσιμπολογώντας ἀπό ’δῶ κι ἀπό ’κεῖ λίγο-λίγο κάθε μέρα καί δοκιμάζοντας πολλά ὥσπου τελικά, δίχως νά ἀντιληφθοῦνε πῶς, νά σωρεύσουν στήν ψυχή τους ἕνα πελώριο κακό, ἀλλά νά ἀναζητοῦμε τεχνίτες μέ ἔμφυτη τήν ἰκανότητα νά ἀνιχνεύουν τήν ὀμορφιά καί τήν εὐπρέπεια, ὥστε οἱ νέοι, σάν μέσα σ’ ἕναν τόπο ὑγειινό, νά ἀντλοῦν ὠφέλεια ἀπό τά πάντα, καθώς ὁτιδήποτε ἀπό τά ὄμορφα ἔργα θά ἀγγίζει τά μάτια ἤ τά αὐτιά τους θά εἶναι σάν αὔρα ἀπό ἕναν τόπο καλό πού θά φέρνει ὑγεία, καί χωρίς κάν νά τό καταλάβουν, ἀπό παιδιά κιόλας, θά τούς ὁδηγήσει νά μοιάσουν, νά φιλιώσουν καί νά ταιριάξουν μέ τό λόγο πού κλείνει μέσα της ἡ ὀμορφιά».3 Καί προσθέτει ἀκόμα ὅτι «ὅποιος ἔχει ἀνατραφεῖ ὅπως πρέπει θά προσέξει ἀμέσως ὁποιαδήποτε ἀτέλεια, ὁτιδήποτε δέν εἶναι ὄμορφα φτιαγμένο ἤ ἡ φυσική ἀνάπτυξή του δέν ἔχει ὄμορφα ξεδιπλωθεῖ, καί δυσανασχετώντας, δικαίως, γι’αὐτό ὅσα μέν εἶναι ὡραῖα θά τά παινεύει καί θά τά χαίρεται, καί κλείνοντάς τα μέσα στήν ψυχή του θά τρέφεται ἀπό αὐτά καί θά πλάθεται καλός καί ἄξιος, ἐνῷ ὅσα εἶναι ἄσχημα θά τά κατακρίνει, ὅπως εἶναι τό σωστό, καί θά τά ἀπεχθάνεται ἀπό νέος κιόλας, προτοῦ κάν νά εἶναι σέ θέση νά ἀντιληφθεῖ γιά ποιόν ἀκριβῶς λόγο συμβαίνει αὐτό, κι ὅταν κάποτε ὁ λογισμός ἔρθει, ἐκεῖνος ἔχοντας ἔτσι ἀνατραφεῖ, θά τόν καλωσορίσει ἀμέσως ἀναγνωρίζοντάς τον ἀπό τή συγγενικότητα πού ἔχει μαζί του».3
Νομίζω θά πρέπει μέ σοβαρότητα καί εἰλικρίνεια νά ἀπαντήσουμε στό πόσο προηγμένη πρέπει νά θεωρεῖται μιά ἐποχή ὅπου πράττεται ἀκριβῶς τό ἀντίθετο. Γιά ποιά ἄλματα προόδου μιλᾶμε ὅταν ἀπανθρωποιοῦμε τόν ἄνθρωπο καί τόν ἐμβολιάζουμε μέ πολλαπλές δόσεις κακίας καί ἀνοησίας.4
Συνυπολογίζοντας μάλιστα τόν διαρκῶς ἐπιταχυνόμενο ρυθμό πού ἁρμόζει στίς μηχανές ἀλλά ὄχι στόν παλμό τῆς ψυχῆς, φτάνουμε στήν πρακτική μιᾶς κοινωνίας πού ἔχει ἐξορίσει ὄχι ἁπλῶς τήν ἰδέα καί τή γνώση τοῦ Ἀγαθοῦ ἀλλά καί τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο.  Καλπάζουσα εἶναι πλέον ἡ ἀποϊεροποίηση τῆς φύσης καί τῆς φύσης μας, καθώς καί ἡ ἐκχώρηση τῆς ἐλευθερίας μας σέ σχήματα πού διαβρώνουν τόσο τό ἀνθρώπινο πρόσωπο ὅσο καί ὁλόκληρη τή Δημιουργία. Ἔχουμε ὕπουλα ἀποξενωθεῖ ἀπό τόν τρόπο πού τό Ἀγαθό θα μποροῦσε νά ἔχει γίνει ἡ φυσική μας κίνηση.
«Αὐτή ἡ ἀφύσικη τοποθέτηση στούς ἀντίποδες μᾶς κάνει, λόγου χάρη, ἀντίθετα ἀκριβῶς μέ τά ὅσα διδάσκει ὁ Πλάτωνας στό εὐπρεπείας γραφῆς  πέρι καί ἀπρεπείας (Φαίδρος 274b), νά διατηροῦμε ὁρισμένες καταστάσεις πού μᾶς ἔχουν κάνει ἔξωθεν – ὅπως ἡ γραφή – οὐκ ἔσωθεν ἀναμιμνησκόμενους, καί μᾶς πορίζουν ὄχι ἀληθινή σοφία, ἀλλά τό ὁμοίωμά της, σοφίας δόξαν, οὐκ ἀλήθειαν». 5
«Ὅποιος ὅμως ἔχει νοῦ … θά ἀναλογιστεῖ ὅτι δύο εἰδῶν εἶναι οἱ συγχύσεις πού συμβαίνουν στά μάτια καί δύο εἰδῶν εἶναι οἱ αἰτίες στίς ὁποῖες ὀφείλονται, ἀνάλογα μέ τό ἄν περνάει κανείς ἀπό τό φῶς στό σκοτάδι ἤ ἀπό τό σκοτάδι στό φῶς. Καί θεωρώντας ὅτι ἀκριβῶς τά ἴδια συμβαίνουν καί μέ τήν ψυχή, ὅποτε θά βλέπει κάποια ψυχή νά τά ’χει χαμένα … θά προσπαθεῖ νά διαπιστώσει τί ἀπό τά δύο συμβαίνει: Εἶναι ἄραγε τυφλωμένη ἐπειδή ἔχοντας ἔλθει ἀπό μία ζωή φωτεινότερη δέν εἶναι συνηθισμένη στὸ σκοτάδι ἤ, ἀντιθέτως ἐπειδή προχωράει ἀπό τήν περισσή ἀμάθεια σέ μιά περιοχή φωτεινότερη, κάτι πιό λαμπερό ἔχει πλημμυρίσει τά μάτια της μέ ἐκτυφλωτικό φῶς;»2

Φαίνεται πώς διαχρονικά ὁ ἄνθρωπος στρέφεται, μέ ὑποκίνηση τοῦ πονηροῦ, στή συνεχή καθ' ὅλην τήν ζωή του ἐνασχόληση μέ τή γνώση, καί δέν μένει ἔτσι καιρός νά ἀσχοληθεῖ μέ τήν ἀληθινή παιδεία καί ἀγωγή, πού καθαρίζει τήν ψυχή ἀπό τά πάθη. Ὡς ἐπιλήσμων, ἀποκόπτεται ἀπό τήν εὐδοκία πού καταυγάστηκε στό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ καί παγιδεύεται στήν κακοδοξία τοῦ ψηφιακοῦ «σπηλαίου», παραδίνοντας τήν καρδιά του ὄχι στόν Υἱό καί Θεό τῆς εἰρήνης ἀλλά σέ πολεμοχαρεῖς κοσμοκράτορες, ἰούς διαβολῆς. Θά μπορούσαμε νά ἐκτιμήσουμε πώς ὁ ἀποκλεισμός τῆς τρέχουσας παιδείας ἀπό τήν πνευματική γνώση καί τό γεγονός ὅτι ἡ ἐπιστημονική ἀντίληψη τῆς γνώσης οὐσιαστικά καταξιώθηκε ὡς ὁ μόνος τρόπος πού ὑπάρχει γιά νά φτάσει κάποιος στή μάθηση, ἐκτοπίζοντας μάλιστα τόν πνευματικό νοῦ καί ἀντικαθιστώντας τον μέ τήν ὑπολογιστική λογική, στάθηκε ὁ καθοριστικός παράγοντας διάβρωσης τῆς νοητικῆς μας ἀντίληψης.
«Στή σφαίρα τῆς γνώσης γίνεται ὁρατή, τελευταία καί μέ μεγάλη δυσκολία, ἡ ἰδέα τόῦ Ἀγαθοῦ… Οἱ ἄλλες τώρα ἀρετές, πού γενικῶς χαρακτηρίζονται ὡς ἀρετές τῆς ψυχῆς, φαίνεται ὅτι εἶναι κάπως κοντά στό σῶμα – γιατί στ’ ἀλήθεια, ἐνῷ πρωτύτερα δέν ὑπῆρχαν στήν ψυχή, ὕστερα μέ τόν ἐθισμό καί τήν ἄσκηση, ἐμφυτεύονται σ’ αὐτήν, ἐνῷ ἡ φρόνηση καί ἡ γνώση φαίνεται νά ριζώνει σέ κάτι ἀσυγκρίτως πιό θεϊκό».2
Αὐτή ἡ προσέγγιση στό θεϊκό κομμάτι, ἡ πορεία ἀπό τό κατ’ εἰκόνα πρός τό καθ’ ὁμοίωση, ἡ χάρη τῆς μετοχῆς μας ὄχι ἁπλῶς στό Ἀγαθό ἀλλά στόν Πανάγαθο Θεό, δέν εἶναι μόνο «στροφή» πρός τό φῶς ἀλλά ἡ δυνατότητα νά ὑπάρξουμε ὡς υἱοί φωτός, γιά τήν εὐλογία καί τήν σωτηρία τοῦ σύμπαντος κόσμου.


1. Ἰωάννη 3:19 
2. Πλάτων. Πολιτεία 514a -521b . Μτφρ. Ν. Μ. Σκουτερόπουλος 2002
3. Πλάτων. Πολιτεία 401b-403c . Μτφρ. Ν. Μ. Σκουτερόπουλος 2002
4.Ὁ Michel Desmurget, ὁ ὁποῖος εἶναι Διδάκτωρ τῶν νευροεπιστημῶν καί Διευθυντής στό INSERM μέ σχετικό συγγραφικό καί ἐρευνητικό ἔργο θεωρεῖ τήν κατάσταση αὐτή «λοβοτομή πιό ἀποτελεσματική ἀπό τήν καταστολή» καί καυτηριάζει τήν ψηφιακή ἀνοησία ὡς μαζική παιδοκτονία.
5.Ζήσιμος Λορεντζάτος: «ΔΙΟΣΚΟΥΡΟΙ - Γ. ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ»





Τρίτη 30 Ιουνίου 2020

Η ΘΥΡΑ ΤΗΣ ΗΣΥΧΙΑΣ

Η ΘΥΡΑ ΤΗΣ ΗΣΥΧΙΑΣ


Ἄς δοκιμάσουμε να ἐρευνήσουμε τήν ἡσυχία ὄχι ὡς ἀπουσία καί μόνωση ἀλλά ὡς παρουσία καί μέθεξη.
Τό θάμβος καί ἡ ἔκσταση τῆς σιωπῆς μᾶς εἶναι ὥς ἕνα σημεῖο γνώριμες ἐμπειρίες ἁρπαγῆς ἀπό τήν ἱλαρή γλυκύτητα τοῦ ἡλιοβασιλέματος, ἀπό τήν  ἀπέραντη ἀνοιχτοσύνη τῶν ὁριζόντων, τό μυρίπνοο  ἀγνάντεμα τῆς κορυφῆς, τή βαθύστοργη ἀγκαλιά τῆς συντροφικότητας, τήν παραδείσια μακαριότητα τοῦ νεογέννητου, ἀπό κάθε τελικά ἐμπειρία πού μᾶς ἐκθέτει στό κάλλος καί στό μυστήριο, ἀκόμη καί στό μυστήριο τοῦ θανάτου ὅπου τό σῶμα ὡς σκήνωμα κρατᾶ ἀκόμα κοντά μας τήν μορφή τοῦ ἀγαπημένου.
Αὐτό πού μᾶς συμβαίνει ὅταν ἡσυχάζουμε, σέ πρῶτο ἐπίπεδο κατανόησης εἶναι ἡ παρουσία τοῦ βαθύτερου ἑαυτοῦ μας. Ἀρχίζουμε να ἀναγνωρίζουμε δηλαδή τί ἐπιθυμεῖ ἡ καρδιά μας, γιατί πονᾶ, ποιές εἶναι οἱ ἀνάγκες, ποιά τά πάθη της. Καί καθώς βαθαίνει ὁ ἡσυχασμός διαισθανόμαστε τό νόημα τῆς παρουσίας, τό αἴνιγμα τῆς ὕπαρξης, τήν ἀποστολή, τόν προορισμό της. Καί μάλιστα, ὅλα αὐτά δίχως ταραχή καί ἀγωνία ἀλλά μέσα ἀπό μία ἱερή κατάφαση πρός τό μυστήριο τῆς ζωῆς.
Ἔτσι ὅμως ἀνοίγει ἡ θύρα σέ μιά βαθύτερη σιωπή πού καταργεῖ τίς ἀντιθέσεις καί διαποτίζει μεθεκτικά τήν ὕπαρξη. Τίποτα γύρω μας δέν ὑπάρχει πιά ὡς ἀντι-κείμενο. Σάν κάθετι κοντά μας νά ἀποτελεῖ τό εὐρύτερο σῶμα μας. Σάν νά ζοῦμε σέ ὅλα τά πράγματα καί ὅλα τά πράγματα νά ζοῦνε μέσα μας. Ἀκόμη καί ὡς ἔννοια κατακρημνίζεται ἡ μόνωση ἀπό μιά ἱλαρή μυστηριακή αὔρα ἀνακαίνισης τῆς ὕπαρξης, μακριά ἀπό κάθε ἐπιφανειακή ἀπάτη δια-βολῆς καί διάσπασης.
Ἀπό σιωπή σέ σιωπή νιώθουμε τελικά πώς δέν ὑπάρχουν ἀπουσίες ἐκεῖ πού ὁ Θεός ἐργάζεται μεθεκτικά τίς οὐσίες. Οὔτε οἱ κεκοιμημένοι ἀπουσιάζουν. Συμπορευόμαστε πρός χώρα ζώντων. Ἀπό ἀρχῆς ἕως ἐσχάτων. Διότι δίχως καθολικότητα οὔτε ἡ στιγμή ἀντέχεται, οὔτε ἡ αἰωνιότητα. Ἀρχίζει καρδιακά νά λειτουργεῖ ἡ «ὑποστατική ἀρχή» πού ἐπανασυνάγει τόν ἄνθρωπο στήν πληρότητα τῆς παρουσίας του. Ἡ ὑπόσταση δηλαδή τoῦ ἀνθρώπου γίνεται ἀγαπητική, συγ-χωρεῖ θυσιαστικά καί ἀναστάσιμα, σάν πρόνοια θεία, κάθε ψηφίδα τῆς Δημιουργίας.
 Σταδιακά τούτη ἡ ἡσυχία μετουσιώνεται σέ μιά βαθύτερη αἴσθηση. Τήν αἴσθηση τοῦ Θεοῦ. Ἀρχίζουμε νά ψηλαφοῦμε τήν Παρουσία Του. Τήν ἐγγύτητά Του. Γίνεται ὁ μυστικός Ἐπισκέπτης τῆς καρδιᾶς μας.
«Στήν ἐπαναλαμβανόμενη περι-συλλογή τοῦ ἑαυτοῦ οἱ αἰσθήσεις εἶναι ἐνεργές ἀλλά παρασκηνιακά, ἔχουν συρθεῖ ἔνδον, καθώς ὁ ἐσωτερικός κόσμος γίνεται πιό ψηλαφητός. Κάποια στιγμή ἔρχομαι ἀντιμέτωπος μέ ἕνα νέο εἶδος παρουσίας, παρουσία ἁπαλή, ἀδιαμφισβήτη σάν τό πρῶτο φῶς τήν αὐγή. Ἀμέσως ἀναβλύζει εὐγνωμοσύνη πού ὑπερβαίνει τά λόγια, συνοδευόμενη ἀπό δάκρυα-ἀνταπόκριση πρός τόν Ἐπισκέπτη… Τό Ἱερό Θυσιαστήριο ὅπου συναντῶνται γῆ καί οὐρανός εἶναι ἀοράτως «πανταχοῦ παρόν καί τά πάντα πληροῦν» καί περιμένει νά τελέσει ἡ καρδιά τήν Λειτουργία ἔνδον», ὅπως ἐξαιρετικά μᾶς τό διηγεῖται ὁ π. Στέφανος Μuse.
Ὁ ἀενάως πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν Κύριος γίνεται ἐπιτέλους ἀντιληπτός. Συντονιζόμαστε μέ τό μυστήριο τῆς ἀγάπης Του.  Δέν  ὑπάρχει πιά ψηφίδα χώρου ἤ χρόνου δίχως μεθεκτική δόξα Θεοῦ. Εἶναι τό δικό Του σῶμα πού γίνεται σῶμα μας ἀλλά καί σῶμα ὅλης τῆς Δημιουργίας. 
Στό σημεῖο αὐτό ἄς θυμηθοῦμε τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ πού ὑπερασπιζόμενος τούς  ἡσυχαστές λέγει:
«Μή λέγετε, ὅτι ὁ Θεός οὐχ ὁρᾶται ἀνθρώποις,
μή λέγετε, οἱ ἄνθρωποι φῶς θεῖον οὐχ ὁρῶσιν,
ἤ ὅτι καί ἀδύνατον ἐν τοῖς παροῦσι χρόνοις!
Οὐδέποτε ἀδύνατον τοῦτο τυγχάνει, φίλοι,
ἀλλά καί λίαν δυνατόν τοῖς θέλουσιν ὑπάρχει,
πλήν ὅσοις βίος κάθαρσιν τήν τῶν παθῶν παρέσχε
καί καθαρόν εἰργάσατο τῆς διανοίας ὄμμα»
(Ὕμνος 27, 125-132).

Νά λοιπόν γιά ποιό λόγο ὁ Ἅγιος  Ἰσαάκ ὁ Σύρος λέγει αὐτόν τόν παράδοξο λόγο:
«Ἀγάπησον τήν ἀργία τῆς ἡσυχίας μᾶλλον, παρά τό νά χορτάσης πεινῶντας εἰς τόν κόσμον καί νά ἐπιστρέψεις πολλά ἔθνη εἰς θεογνωσίαν».
Ἡ ἡσυχία γίνεται θύρα τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Ἀπό τό σημεῖο αὐτό καί πέρα ὑπάρχει ἡ δυνατότητα νά πορευθεῖς ἀναστάσιμα. Γιά αὐτό ὁ Ἅγιος  Ἰσαάκ ὁ Σύρος ὀνομάζει τήν ἡσυχία «μητέρα τῆς μετάνοιας». Ὁ ἡσυχασμός ὁδηγεῖ στήν καλή ἀλλοίωση τῆς ὕπαρξης. «Ἡ σιωπή προξενεῖ εἰς σέ καρποφορίαν ἀρετῆς… ἀπό δέ τῆς εἰρηνικῆς καταπαύσεως ἄρχεται ὁ νοῦς νά βλέπη τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ… καί ἐντεῦθεν αὐτός αἰσθάνεται τήν ἀλλαγήν τῆς ἀφθαρσίας»*. Ἡ ἡσυχία γίνεται ἡ ρίζα τῆς πνευματικῆς γνώσεως, καθώς «ἡ αἴσθησις τῶν μυστηρίων…γεννᾶ τήν πίστιν τῆς ἀληθινῆς θεωρίας»*

Κι ὅμως ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ἀγνοεῖ παντελῶς τήν ὀντολογική ἀξία τοῦ ἡσυχασμοῦ. Θεωρεῖ ἀνώτερη βαθμίδα αὐτοσυνειδησίας  αὐτή πού ἀποκτᾶ μέσω γνώσεων καί σπουδῶν. «Ἡ ἐπιστημονική ἀντίληψη τῆς γνώσης οὐσιαστικά ἐξισώθηκε μέ τό μόνο τρόπο πού ὑπάρχει γιά ν’ ἀποκτήσει κανείς γνώσεις…Ἡ  σύγχρονη ἐπιστήμη ἔχει τήν ἀφετηρία της σέ μιά ἐπανάσταση τῆς συνείδησης, ἤ ἀνταρσία πρός τά ἐπουράνια, πού εἶχε σάν ἀποτέλεσμα ἡ ἴδια ἡ διάνοια στήν ἀρχή νά παραβλέπει, ἔπειτα νά ἀρνηθεῖ τίς πνευματικές πηγές γνώσεως καί τέλος νά ἀποκλεισθεῖ ἀπό αὐτές.»** «Ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος Σαχάρωφ  παραθέτει μιά σειρά ἀντινομιῶν ἀνάμεσα στήν ἐπιστημονική-διανοητική γνώση καί τήν ὑπαρξιακή γνώση πού μεταδίδει τό Φῶς. Ὁ δεύτερος τρόπος γνώσεως εἶναι ὁ πνευματικός. Αὐτός διαφέρει οὐσιωδῶς ἀπό τόν διανοητικό τρόπο, γιατί κατανοεῖ τήν γνώση ὡς ὑπαρξιακή κοινωνία, ὡς ἕνωση «ἐν αὐτῷ τῷ εἶναι». Γιά τόν Γέροντα Σωφρόνιο ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ βιώνεται ὡς «κοινωνία ἐν τῇ ὑπάρξει». Αὐτός πού γνωρίζει εἰσέρχεται σέ ὑπαρκτική κοινωνία μέ Αὐτόν πού γνωρίζεται. Στήν πράξη αὐτή, ὁ ἄνθρωπος μετέχει μέ ὅλο τό πλήρωμα τῆς φύσεώς του καί ὄχι μόνο μέ τήν διάνοια, γι’ αὐτό καί ἀποκαθίσταται ἡ ἀκεραιότητά του. Μέ ἄλλα λόγια, αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ θεογνωσία διαφέρει ποιοτικά ἀπό τή γνώση πού ἀποκτᾶ ὁ ἄνθρωπος μέ τή φιλοσοφική διανόηση, γιατί μαζί μέ τήν πνευματική γνώση μεταδίδεται σέ αὐτόν μιά ἄλλη μορφή ζωῆς.»***
Ἡ θύρα τῆς ἡσυχίας γίνεται θύρα ἐπιστροφῆς ὡς «κοινωνία ἐν τῇ ὑπάρξει» διά τῆς χάριτος στήν χαρά τοῦ Κυρίου.
«Ἐάν λοιπόν φθάσης, ὦ τέκνκον, τήν ἐκ τῆς πίστεως καθαρότητα τῆς καρδίας, ἡ ὁποία καθαρότης ἀποκτᾶται εἰς τήν ἡσυχίαν διά τῆς φυγῆς τῶν ἀνθρώπων, καί τῆς ἀποστροφῆς τῆς γνώσεως τούτου τοῦ κόσμου αἴφνης θέλεις εὕρει αὐτήν τήν ἐκ πίστεως πνευματικήν γνῶσιν ἐντός σου… ἀλλ’ ἐάν κυριευθῇς ὑπό τῆς κοσμικῆς γνώσεως… εὐκολότερον σοί εἶναι νά λυθῇς ἀπό σιδηράς ἀλύσσους, παρά ἀπό αὐτήν»*

Ἡ ἡσυχαστική ὁδός εἶναι αὐστηρῶς ἀπαγορευμένη καί ἐπτασφράγιστη ἀπ’ ὅλα τά ἐκπαιδευτικά καί πολιτικά συστήματα, ἐνῶ ἀποτελεῖ διαισθαντική θύρα ὀντολογικῆς ἀγωγῆς. Ὅχι μόνο γνωστικά ἀλλά ὑπαρξιακά ὁ ὅλος ἄνθρωπος διαποτίζεται ἀπό τήν ἱερή θεωρία τοῦ μυστηρίου τῆς ζωῆς.  Ὅλες οἱ μύριες ὅσες ἀκαταστασίες καί ἀστοχίες τοῦ ἀνθρώπου καί κάθε εἶδος κρίσης προέρχονται ἀπό μία ὁλοένα ἐπιταχυνόμενη ταχύτητα  λήθης τῆς ἡσυχαστικῆς πνοῆς, μιά ταχύτητα πού ἀγνοεῖ τόν ρυθμό τῆς ψυχῆς καί τή φύση της. Στεροῦμε ἀπό τήν ψυχή τήν δυνατότητα νά πάρει ἀνάσα καί τό ἀνεπαρκές ὀντολογικό ὀξυγόνο ὁδηγεῖ σέ ἀσφυξία τήν ὕπαρξη παρά τίς σπουδές καί τόν ἀγώνα της. Παρά τήν βαθμίδα τῶν γνώσεων μας, παραμένει ἔτσι οὐσιαστικά ἄγνωστη καί γιά αὐτό διασαλεύεται καί ἀποσυντίθεται κάθε ἁρμονική τάξη γύρω μας. Αὐτό προσπαθεῖ νά μᾶς κάνει νά συνειδητοποιήσουμε ὁ ἅγιος ὅταν λέγει: «Εἰρήνευσε ἐσύ καί θά εἰρηνέψει γύρω σου ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ»*. 

Μᾶς ἀφοροῦν ὅλα αὐτά σήμερα; Σύγχρονοι στοχαστές ἔχουν ἦδη πάρει θέση. Ὁ Φίλιππος Σέρραρντ μιλᾶ γιά ἀποϊεροποίηση καί ἀπανθρωποίηση τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Ζήσιμος Λορεντζάτος γιά τό «χαμένο κέντρο» τοῦ πολιτισμοῦ μας, ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης γιά μιά βαρβαρότητα πού καταφτάνει μεταμφιεσμένη, γιά μιά μεθοδευμένη ἐπιστημονική καθυπόταξη τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῶ ὁ Νίκος Καροῦζος καυτηριάζει τόν τεχνολογικό δυονυσιασμό πού στίς μέρες μας μεταλλάσεται σέ ψηφιακό ὁλοκληρωτισμό. Γιά νά ἁγιασθεῖ καί νά εὐλογηθεῖ τοῦτος ὁ κόσμος πρέπει νά ἁγιασθεῖ πρωτίστως ὁ ἄνθρωπος. Ἡ θύρα τῆς προσευχητικῆς ἡσυχίας μπορεῖ νά τόν καταστήσει «διδακτό Θεοῦ» καί  δαπανόμενο ἱλασμό τοῦ κόσμου.

«Κάθε φορά πού ὁ νοῦς σύρεται πρός τά ἔξω ὑπό τῶν αἰσθήσεων, τρώει καί αὐτός τήν τροφή τῶν θηρίων μαζί τους. Ἀλλά ὅταν οἱ αἰσθήσεις ἐπισυνάγονται ἀπό τόν νοῦ, μετέχουν μαζί μέ αὐτόν τοῦ ἄρτου τῶν ἀγγέλων»*.


*Ἁγίου  Ἰσαάκ τοῦ Σύρου
** Φιλίππου Σέρραρντ: Ὁ ἀπανθρωπισμός τοῦ ἀνθρώπου
*** Ἱερομόναχου Πέτρου: Τό μυστήριο τοῦ λόγου στόν γέροντα Σοφρόνιο. Ἡ θεολογία ὡς πνευματική κατάσταση



Η ΜΕΘΕΚΤΙΚΗ ΥΠΑΡΞΗ
ΩΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΟΣ ΑΡΤΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ

Τῆς Κατερίνας Ἀθηνιώτη-Παπαδάκη


Θά ἔβαζες ποτέ ἕναν ἐλέφαντα νά κατοικήσει σέ ἕνα μικρό δωμάτιο; Μά θά ’σκαγε τό ζωντανό, θά σκεφτεῖς. Πῶς νά ζήσει ἕνα ζῶο μέ τέτοιο μέγεθος σ’ ἕνα δωμάτιο; Στοχάσου λοιπόν πόσο εἶναι τό μέγεθος τῆς  ἀνθρώπινης ὕπαρξης γιά νά τῆς δοθεῖ ὡς κατοικία ἕνα ἄπειρο σύμπαν.
Ὅμως τό δικό μου ἀνάστημα εἶναι περιορισμένο, αὐστηρά μετρημένο, θά μοῦ πεῖς. Τό ἀνάστημά σου εἶναι ἀναστάσιμο. Ἀνάστημα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης εἶναι ἡ πορεία ἀπό τό κατ’ εἰκόνα στό καθ’ ὁμοίωσιν. Ἡ παρουσία σου δέν ἀποτελεῖ κυρίως βιολογικό γεγονός ἀλλά θεϊκή οἰκονομία. Ἡ παρουσία σου εἶναι θύρα μυστηρίου. Ἡ ἀληθινή σου φύση ἀνήκει στό μυστήριο. Τό μυστήριο εἶναι τό πιό φυσικό γεγονός τῆς ζωῆς σου. Εἶναι ὁ ἥλιος τῆς ἀντίληψής σου.
Ἄν τό μυστήριο δέν ἔχει γίνει σῶμα σου, ἀρετή καμία δέν ἔχεις. Ἄλλο πράγμα νά ’σαι ἠθικός κι ἄλλο ἐνάρετος. Ἡ διαφορά βρίσκεται στόν ἀναβαθμό φωτισμοῦ τῆς πορείας σου. Δέν ὑπάρχει τίποτα γύρω σου πού νά μήν εἶναι μυστήριο. Οὔτε ἡ ὕλη εἶναι μόνο ὕλη. Αὐτό πού πρῶτα ὑπάρχει εἶναι οἱ λόγοι τῶν ὄντων. Κι οἱ λόγοι αὐτοί εἶναι τά μυστικά συναξάρια τῆς ὕλης. Δέν ἀναδύονται λοιπόν στεγανά τά πράγματα ἀλλά μεθεκτικά πρός τό θεῖο. Δέν ὑπάρχει ψηφίδα χώρου ἤ χρόνου δίχως μετοχή δόξας Θεοῦ. Ἡ μετοχή - μέθεξη αὐτή ἐγκαινιάζει μιά κατάσταση ἀγαπητικῆς ἀλληλοπεριχώρησης. Ξάφνου στό μικρό σου ἀνάστημα συγ-χωρεῖται ὅλη ἡ κτίση. Καί ἐν Θεῷ συγ-χωρεῖται ἀναστάσιμα. Δέν ὑπάρχει πιά κάτι πού δέν εἶναι σῶμα σου. Δέν ὑπάρχει πιά κάτι ὡς ἀντι-κείμενο. Ἡ «ὑποστατική ἀρχή» καί ὁ «πλατυσμός τῆς καρδίας» σέ καθιστοῦν φορέα ὅλης τῆς κτίσεως καί ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος. Δέν ὑπάρχουν ἀπουσίες ἐκεῖ πού ὁ Θεός μεθεκτικά ἐργάζεται τίς οὐσίες. Ἔτσι περιχωρεῖς μέ τήν χάρη Του ὄχι μόνο τόν καιρό πού σοῦ δόθηκε, ἀλλά καί τά παρελθόντα καί τά μέλλοντα ἕως τά ἔσχατα. Ἡ παρουσία σου ἔχει τό βάρος τῆς αἰωνιότητας. Φτάνει ἔτσι νά γίνεται παρουσία θείας ἐλπίδας.

Τό μυστήριο δέν εἶναι ἰδεολογία, γνώση ἤ πεποίθηση, εἶναι βίωμα. Δέν ἔχει σχέση μέ ἀκρωτηριασμένο ὀρθολογισμό, ἀποδείξεις, ἐνδείξεις, ἀντενδείξεις. Εἶναι «ἀπαρχή καινῆς βιοτῆς».
Ἡ πιό τραγική κρίση τῆς ἀνθρωπότητας εἶναι ἡ πτώση. Καθημερινή ἀγωνία πού θέλει τό θαῦμα τῆς ὕπαρξης ἀλυσοδεμένο στήν ἐπιβίωση ὄχι σάν ρυθμό αἰωνιότητος, ὄχι σάν ποίηση ζωῆς, ὄχι σάν εὐαγγελικό ὀρό ἐλευθερίας, ὄχι σάν μύρο ἁγιότητος, ὄχι ὡς μακαριότητα  εἰρήνης. Εἶναι σάν νά ἔχουμε κλείσει, πιά, τόν ἐλέφαντα σέ ἕνα κουτί.
Χάνοντας τό αἰσθητήριο ὄργανο γιά τό μυστήριο ἀδυνατοῦμε νά γευθοῦμε τή θεία ἀγάπη πού ζωοποιεῖ, ἐνορχηστρώνει καί διαφυλάττει σέ ἁρμονία κάθε ψηφίδα τοῦ σύμπαντος. Ἔτσι, πάψαμε νά εἴμαστε τά γιεφύρια αὐτῆς τῆς ἀγάπης. Τά χέρια μας δέν ἔχουν πιά αὔρα Θεοῦ στό ἄγγιγμά τους. Σύμπασα κτίση καί συνάνθρωπος συστενάζουν καί συνωδίνουν ἀπό τόν τραγικό εὐνουχισμό μας.
Ἡ μόνη οὐσιαστική θεραπεία εἶναι ἡ ἐπιστροφή. Ἐπιστροφή στόν οἶκο τοῦ Πατρός, στό ταμιεῖο τῆς Χάριτος, στήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ. Ἀντιληπτικό ὄργανο τοῦ μυστηρίου γίνεται ἡ προσευχή.
Μέσα στίς τόσες σπουδές λησμονήσαμε τήν ἀγωγή γιά τό μυστήριο. Τό μυστήριο καλλιεργεῖ συστολή καί ταπείνωση, ξεσφραγίζει τήν ἱερή ὅραση καί τήν ἱερή ἀκοή μέσα ἀπό τήν μακάρια ἡσυχία τῆς ὕπαρξης. Ἡ καρδιακή ἡσυχία γίνεται θύρα καί σιγά σιγά ἐπανακτᾶς τήν αἴσθηση τοῦ Θεοῦ. Αὐτή ἡ αἴσθηση γίνεται οἰκειότερη τῆς ἀναπνοῆς σου. Κάθε φυγή ἀπό τή σιγή τῆς ἐγγύτητας τοῦ Θεοῦ ἀρχίζεις νά τήν κατανοεῖς ὡς ἔπαρση. Καί καθώς ἡ παρουσία σου δέν εἶναι πιά στεγανή ἀλλά διαπερατή στή χάρη Του, ἡ ἐνδοχώρα τοῦ μυστικοῦ νυμφώνα ἀνοίγει καί γίνεσαι γαμήλια γιορτή καί εὐχαριστιακός ἄρτος τῆς ὕπαρξης. Ἀποκτᾶς τό ἀνάστημα τοῦ  ἀνθρώπου πού εὐλογεῖται νά ἁγιάζει χῶρο καί χρόνο. Ἐκκλησιάζεσαι.
Ἔτσι μεθεκτικά ἀνοικτός, εὐχαριστιακά διαπερατός, ἀγαπητικά διαθέσιμος, ἀξιώνεσαι νά προσέλθεις στό λυτρωτικό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Καί ἡ φθαρτή περιβολή τοῦ σώματος μετουσιώνεται σέ ἀναστάσιμη. Δέν εἶσαι πιά θνητός, εἶσαι καθολικός. Μέλος τῆς μίας ἁγίας καθολικῆς Ἐκκλησίας. Δέν εἶσαι πιά ἔκπτωτος. Ἔχεις υἱοθετηθεῖ ἀπό τόν Πατέρα. Οὔτε εἶσαι γυμνός. Ἐνδύεσαι χιτώνα δόξης καινό τήν θυσία τοῦ Υἱοῦ. Δέν εἶσαι πιά συσκοτισμένος ἀλλά καταυγασμένος ἀπό τό Πνεῦμα τό Ἅγιο. Περιβαλλόμενος μυστικά τήν στολή τήν πρώτη μετουσιώνεσαι σέ υἱό φωτός γιά νά περιστεγάσεις στοργικά ὅλες τίς πονεμένες καρδιές καί νά θεραπεύσεις ἀναλισκόμενος τίς πληγές τῆς ὀδυνόμενης κτίσης.

Ἔκπτωτοι τρόποι καί φόβοι φέραν ἄρρωστους καιρούς πού κατάντησαν ὅλο τόν κόσμο πραμάτεια. Ἡ δίψα τοῦ οὐρανοῦ ἐξορίστηκε. Μέ περισσή ἔπαρση καί θνησιγενῆ μέτρα ἐπιδιώκουν νά περιφρουροῦν τήν ἀκεραιότητα τῆς θνητότητάς σου!
Ἐσύ ψυχή μου, ἕνα πράγμα νά διαφυλάξεις. Τήν μετοχή σου στό Εὐχαριστιακό Δισκοπότηρο. Ἐάν ἐπιμένεις νά ἔχεις Χριστό μέσα σου, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός θά σέ ὁδηγήσει εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν καί θά διαφυλάττει στή χάρη Του τά βήματά τῆς ζωῆς σου. Μή φοβᾶσαι ὅ,τι ἀπειλεῖ τό σῶμα σου ἀλλά ὅ,τι ἀπειλεῖ τήν εὐχαριστιακή δόξα τῆς ὕπαρξής σου, ὅ,τι προσγειώνει τήν ἐλευθερία σου, ὅ,τι ἀκρωτηριάζει τό ἀληθινό σου ἀνάστημα. Καί ἀφοῦ ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη καί ἡ τέλεια ἀγάπη ἐκβάλλει τό φόβο, κάθε φορά πού φοβᾶσαι εἶναι ὁ Χριστός πού προσπαθεῖ νά αὐξηθεῖ μέσα σου, γιά νά ἀγαπήσεις περισσότερο, ὥστε νά γίνεις εὐτυχία, ἱλασμός καί εὐλογία τοῦ  κόσμου.




Γράφει ο Παπαδάκης Δημήτριος M.Ed. & ΠΕ 70
Πηγή: https://www.alfavita.gr/
Η εκπαίδευση επιτελεί ένα εξαιρετικά σημαντικό ρόλο στις ανθρώπινες κοινωνίες, καθώς διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό τους πολίτες του μέλλοντος. Από τα ισχύοντα ελληνικά προγράμματα σπουδών ορίζεται ένα μεγάλο εύρος στόχων που καλείται να καλύψει η εκπαίδευση με κύριο σκοπό την ολοκληρωμένη ανάπτυξη των μαθητών. Συνεπώς, μέσα από την εκπαίδευση κρίνεται απαραίτητη η απόκτηση δεξιοτήτων και γνώσεων, η κοινωνικοποίηση του μαθητή, η ανάπτυξη δεξιοτήτων επικοινωνίας και συνεργασίας, η ανάπτυξη της κριτικής ικανότητας, η συναισθηματική ανάπτυξη και εν τέλει η διαμόρφωση αξιών (ΔΕΠΠΣ-ΑΠΣ). Όπως, γίνεται αντιληπτό η σύγχρονη εκπαίδευση είναι μια πολυεπίπεδη διαδικασία με πολλές διαφορετικές πτυχές.
Από την άλλη πλευρά η τεχνολογία (Τεχνολογίες της πληροφορίας και της επικοινωνίας) σημειώνει ταχεία ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια προσφέροντας εργαλεία με εξαιρετικές δυνατότητες. Η αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών στη σχολική τάξη επιχειρείται από δραστήριους εκπαιδευτικούς που διερευνούν την καταλληλότερη ένταξή τους, ώστε να πετύχουν τους εκπαιδευτικούς στόχους. Είναι φανερό ότι κεντρική ηγεσία της εκπαίδευσης ολιγωρεί τόσο στην ένταξη της τεχνολογίας, όσο και στη διερεύνηση καινοτομιών. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι δεν έχουν επιλυθεί θεμελιώδη ζητήματα της εκπαιδευτικής διαδικασίας, όπως η έλλειψη σταθερού προσωπικού, υλικοτεχνικές υποδομές κ.α. Συνεπώς, οι εκπαιδευτικοί σε πολλές περιπτώσεις πρωτοστατούν, ώστε να βελτιώσουν τη ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης, χωρίς απαραίτητα την κατάλληλη στήριξη από την κεντρική ηγεσία της εκπαίδευσης.
Η ένταξη τεχνολογικών καινοτομιών στη σχολική τάξη πρέπει να γίνεται με κριτική διάθεση με σκοπό να υπηρετήσει τους παιδαγωγικούς στόχους. Όπως έχει προταθεί μία τεχνολογική καινοτομία για να εισέλθει στην εκπαιδευτική πράξη θα πρέπει να διερευνάται με βάση συγκεκριμένα κριτήρια (Παπαδάκης & Φωκίδης, 2019), τα οποία θα παρουσιαστούν στη συνέχεια. Αρχικά, είναι αναγκαίο να εξετάζεται κατά πόσο η τεχνολογική καινοτομία στηρίζει τη βιωματική, ενεργητική και παιγνιώδη μάθηση. Αν προσφέρει στήριξη στη διεκπεραίωση απαιτητικών δραστηριοτήτων-θεμάτων. Σε τι βαθμό στηρίζει την κοινωνική μάθηση, όπως και αν υπάρχουν ευκαιρίες ανάδειξης της διαθεματικότητας. Τέλος, θα πρέπει να διερευνάται η συμβολή της στην ανάπτυξη - στήριξη της συναισθηματικής μάθησης, η οποία έχει εξέχουσα σημασία σύμφωνα με τελευταίες απόψεις (World Economic Forum, 2016˙ Brackett et al., 2019).
Με βάση τα παραπάνω θα διερευνηθεί η αξιοποίηση της κάμερας στην εκπαιδευτική πράξη. Συγκεκριμένα, θα διερευνηθεί η παιδαγωγική αξία της ζωντανής αναμετάδοσης της διδασκαλίας με χρήση κάμερας. Αρχικά, θα γίνει δεκτή η παραδοχή ότι δεν αντιμετωπίζονται υλικοτεχνικά ζητήματα, δηλαδή, το ίντερνετ πομπού και δέκτη λειτουργεί άψογα, ο ήχος από την τάξη μεταφέρεται σε εντέλεια με ένα μικρόφωνο που έχει μόνιμα ο εκπαιδευτικός κοκ. Πρώτον, η ζωντανή αναμετάδοση πραγματοποιείται με τη παθητική συμμετοχή του μαθητή που είναι στο σπίτι, άρα δεν προάγει την ενεργητική, βιωματική ή παιγνιώδη μάθηση. Δεύτερον, ο μαθητής μπορεί να στηριχτεί για την πραγματοποίηση κάποιων δραστηριοτήτων παρακολουθώντας την παράδοση. Όμως με δεδομένο ότι δεν υπάρχει αλληλεπίδραση και ευκαιρίες για ερωτήσεις, δεν είναι δυνατό να ανταποκριθεί σε απαιτητικές δραστηριότητες. Τρίτον, η επικοινωνία, η συνεργασία και γενικότερα η αλληλεπίδραση με την τάξη δεν μπορούν να επιτευχθούν, επομένως, δεν είναι δυνατό η αναμετάδοση να συμβάλλει στην κοινωνική μάθηση. Τέταρτον, η διαθεματικότητα είναι ένα στοιχείο που αφορά την οργάνωση του μαθήματος από τον εκπαιδευτικό, ωστόσο, σε καμιά περίπτωση δε μπορεί να γίνει εμβάθυνση σε αυτή από μια απλή αναμετάδοση. Πέμπτο, ο μαθητής πιθανόν να αισθανθεί απομονωμένος και να δημιουργηθούν αισθήματα άγχους ή αδιαφορίας. Σε καμιά περίπτωση δεν είναι δυνατό να υλοποιηθούν ευκαιρίες συναισθηματικής μάθησης σε μια τέτοια κατάσταση. Επιπρόσθετα, στο σύνολο της τάξης η αίσθηση της παρακολούθησης, θα επηρεάσει τον αυθορμητισμό, την ελευθερία και την αυθεντικότητα της έκφρασης, και εν τέλη τη δημιουργικότητα. Συνεπώς, η συγκεκριμένη λειτουργία της κάμερας στην τάξη κρίνεται κάτι λιγότερο από παιδαγωγικά φτωχή.
Η δυναμική του συγκεκριμένου τεχνολογικού προϊόντος δεν περιορίζεται στην παραπάνω ανάλυση, οπότε θα γίνουν κάποιες προτάσεις για σωστή αξιοποίηση της κάμερας στη διδασκαλία. Λαμβάνοντας, λοιπόν, υπόψη τα παραπάνω κριτήρια παιδαγωγικής αξίας, μία κάμερα μπορεί να αξιοποιηθεί με διαφορετικό τρόπο. Μπορεί να προωθήσει τη βιωματική μάθηση, όταν χρησιμοποιείται από τους ίδιους τους μαθητές σε καταστάσεις παρατήρησης και καταγραφής στο πλαίσιο διερευνητικής μάθησης. Είναι δυνατό να αξιοποιηθεί για τη δημιουργία ταινιών μικρού μήκους από τους μαθητές εστιασμένες σε διάφορα θέματα. Υπάρχει η δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί σε προγράμματα συναισθηματικής αγωγής, ως υποστηρικτικό μέσο για την καταγραφή και αναγνώριση συναισθημάτων. Επιπλέον, είναι εφικτή η χρήση της στη ζωντανή αναμετάδοση πειραμάτων ή ξεναγήσεων ως μέρος διδασκαλίας, σε περιπτώσεις που δεν το επιτρέπουν οι γεωγραφικές συνθήκες. Επιπρόσθετα, είναι δυνατό χρησιμοποιώντας κάμερα να επιτευχθεί επικοινωνία μεταξύ διαφορετικών σχολείων, ανταλλαγή απόψεων, ιδεών, κτλ. Όλα τα παραπάνω επιβάλλεται να πραγματοποιηθούν λαμβάνοντας υπόψη διάφορα νομικά ζητήματα, αλλά και αυτά που υπόκεινται στη προστασία προσωπικών δεδομένων.
Συνοψίζοντας, οι δυνατότητες που δίνει η τεχνολογία είναι αναμφισβήτητα μεγάλες. Ωστόσο, το ζητούμενο για μια σχολική τάξη, είναι η ορθή παιδαγωγική τους αξιοποίηση. Είναι εμφανές ότι η αναμετάδοση μιας διδασκαλίας δεν εμφανίζει κάποια σημαντική παιδαγωγική αξία. Αντίθετα, με συστηματική διερεύνηση και με τη σύνταξη μιας συγκεκριμένης στοχοθεσίας γύρω από τη χρήση της κάμερας σε εκπαιδευτικό περιβάλλον, είναι δυνατό να βρεθούν αποδεκτοί παιδαγωγικά τρόποι αξιοποίησής της.
Παπαδάκης Δημήτριος M.Ed. & ΠΕ 70
Βιβλιογραφικές παραπομπές
Ισχύοντα αναλυτικά προγράμματα (ΔΕΠΠΣ-ΑΠΣ). Ανακτήθηκαν από: http://ebooks.edu.gr/new/ps.php
Παπαδάκης Δ. & Φωκίδης. Ε. (2019). Διδασκαλία με drones: Χαράζοντας μονοπάτια στην εκπαιδευτική αξιοποίηση των τεχνολογιών αιχμής. Στο Μ. Οικονομάκου (Eπ.) Εκπαίδευση με χρήση νέων τεχνολογιών 3, Διδασκαλία και μάθηση μέσω φορητών συσκευών: συνέπειες και προκλήσεις για την εκπαίδευση (σελ. 119-131). Αθήνα: Γρηγόρης
Brackett, M. A., Elbertson, N. A., Simmons, D. N., & Stern, R. S. (2019). Implementing Social and Emotional Learning (SEL) in Classrooms and Schools. National Professional Resources, Inc.
World Economic Forum. (2016, March). New vision for education: Fostering social and emotional learning through technology. Geneva: World Economic Forum.
Πηγή: https://www.alfavita.gr
/