.

.

Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2017

Ο ΦΤΩΧΟΣ Ο ΓΙΑΚΚΑΣ (ἀληθινή ἱστορία πού διαδραματίζεται γύρω στό 1950, ἀπό ἀφήγηση τῆς μητέρας μου Μαρίας Ἀθηνιώτου)

Δημοσιεύθηκε : Τετάρτη, 21 Δεκέμβριος 2016 12:50 | Γράφτηκε ἀπό τήν K. Ἀθηνιώτη - Παπαδάκη | Πηγή: http://blogs.antifono.gr/istologia/fosfoni/114| Ἐμφανίσεις: 277


Ἡ τῶν ἑορτῶν θεία συγκατάβαση
 φέρνει στό νοῦ μου τήν ἀφήγηση μιᾶς ἀληθινῆς ἱστορίας,
 ἔτσι ὅπως ἡ μητέρα μου τήν παράδωσε.
Μέσω μιᾶς τεταπεινωμένης βιοτῆς ἀναβλύζει μιά παραδείσια ἀθωότητα ,
 μιά εὐλογία πού ἀγκαλιάζει ὁλους τούς  τόπους τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης,
μία οἰκονομία  πίστης ἀλλά καί φιλεσπλαχνία  πού ἀναλαμβάνει τίς ἀτέλειες
καί τά ἁμαρτήματα τῶν συνανθρώπων μας σάν οἰκείωση τῆς θείας πρόνοιας γιά τόν κόσμο.
  Σᾶς τήν παραδίδω μακροθυμώντας πώς «θά μέ βοηθήσει κι ὁ Θεός»
 νά σπουδάσουμε τή σύναψη  τοῦ τρόπου τους.

 Ο ΦΤΩΧΟΣ Ο ΓΙΑΚΚΑΣ
(ἀληθινή ἱστορία πού διαδραματίζεται γύρω στό 1950,
 ἀπό ἀφήγηση τῆς μητέρας μου Μαρίας Ἀθηνιώτου)

Πάενε κι ἐρχόντανε ὁ φτωχός ὁ Γιάκκας κι ἤτανε βαρετός καί τό φαΐ πού τοῦ δίνανε δέν ἤτανε ἀρκετό καί τόν περιπαίζανε οἱ χωριανοί καί τόν γελάγανε. Ὡς καί ὁ Μάρκος, ὁ τρελός τοῦ χωριοῦ, πού ἔτυχε μιά μέρα πού περιπαίζανε τόν Γιάκκα καί τόν εἴχανε ἕτοιμο νά τόν ἐχωρέψουνε, τσατίζεται καί λέγει: «Ἐγώ εἶμαι λουλός, ἐτοῦτος εἶναι λουλοπάλαβος».

Ὁ φτωχός ὁ Γιάκκας ἤτανε ἕνας ἀγαθός γέροντας κυρτωμένος ἀπό τό βάρος τῶν χρόνων, κακοπερασμένος ἀλλά πρόσχαρος. Δημήτρη τόν λέγανε.

 Ἡ μάνα μου τόν εἶχε καθημερινό ἐπισκέπτη,
γιατί ἤτανε ἄνθρωπος τῆς  ἐλεημοσύνης
 καί ὁ καημένος ἤξερε ὅτι θά βρεῖ νά φάει στό σπίτι τό δικό μας κι ἐρχόντανε.
 Τόν κάθισε ἀκόμη καί στό τραπέζι πού τρώγαμε.
 Ἦρθε μιά μέρα πικραμένος καί κλαμένος, πολύ xολιασμένος.

-Φίλισσα εἶμαι πολύ στεναχωρημένος.

Ἡ μάνα μου: -Ἔλα βρέ Δημήτρη, γιατί εἶσαι στεναχωρημένος, ποιός σέ μάλωσε.
 Ἀφοῦ σοῦ εἶπα ὅτι ἄμα δέν ἔχεις φαγητό ἐδῶ θά βρίσκεις.

-Ὅπου πάω μέ μαλώνουνε, τί νά κάνω ἐγώ γι’ αὐτό;

Σκέφτεται ἡ μάνα μου, σκέφτεται, ὥσπου τή φώτισε ὁ Θεός καί τοῦ λέει:

-Ξέρεις τί σκέφτηκα βρέ Δημήτρη;

-Καί τί σκέφτηκες φίλισσα;

-Ξέρεις γράμματα; Τοῦ κάνει.

-Ξέρω γράμματα καί μπορῶ νά τά μάθω κιόλας.

-Θά πᾶς νά πάρεις μιά Σύναψη.

-Καί τί εἶναι αὐτό φίλισσα;

-Αὐτή, τοῦ λέει, ἔχει μέσα ὅλων τῶν ἁγίων τά τροπάρια.

Γέλασε ὁ Δημήτρης καί ἔκανε τό σταυρό του.

-Καί τί θά τό κάνω ἐγώ αὐτό;

-Σέ κάθε σπίτι πού θά πηγαίνεις θά ἀνοίγεις τήν πόρτα καί δέν θά λές καλημέρα. Θά λές τό τροπάριο τοῦ ἁγίου. Ἀλλά θά πάρεις καί ἕναν Καζαμία νά βλέπεις ποιός ἅγιος γιορτάζει κάθε μέρα. Καί θά σοῦ δίνουν ψωμί χωρίς νά σέ πικραίνουν.

-Καί ποῦ θά τή βρῶ, φίλισσα, τή Σύναψη;

-Θά στή δώσω ἐγώ, τοῦ λέει ἡ μάνα μου. Θά τά μάθεις ὅλα αὐτά Δημήτρη;

-Τώρα φίλισσα ἐγώ θά πάω νά τά μάθω. Θά μέ βοηθήσει καί ὁ Θεός.

Πέρασαν μέρες. Ὀ Γιάκκας εἶχε καιρό νά φανεῖ. Ἡ γιαγιά ἡ Κατερίνα ἀνησύχησε. Μιά μέρα χτυπᾶ ἡ πόρτα. Πάει ἀνοίγει ἡ γιαγιά σου τήν πόρτα κι ἦταν ὁ Γιάκκας καταχαρούμενος μέ τή Σύναψη στό χέρι.

-Φίλισσα τί θά σοῦ κάμω ἐγώ γιά τό καλό πού μοῦ ᾿καμες; Φίλισσα, αὐτή ἡ Σύναψη μοῦ ’δωσε μεγάλη χαρά. Ὅλος ὁ κόσμος μέ δέχεται, ἀκούει τά τροπάρια μου καί ἔχω ψωμί καί τρώω, ἔχω ἀπ’ οὗλα καί μ’ ἀγαποῦν  καί τά κορίτσια, πρόσθεσε μέ τόνο φωνῆς ἀκόμη πιό χαρούμενο.

Καί τοῦ λέει ἡ γιαγιά καταχαρούμενη:

-Μπράβο, ἀλλά νά προσέχεις. Μήν κάνεις ζημιά σέ κανά κορίτσι καί βρῶ τό μπελά μου.

-Καί, φίλισσα, ἔκαμα μιά ἁμαρτία.

-Ἀκόμα δέν ξεκίνησες ἁμαρτία ἔκαμες;

-Καί τί νά’καμα; Πῆγε τό κορίτσι καί κάθισε πάνω στήν καρέκλα μου. Καί ἔμεινε δεκαοχτώ μηνῶν γκαστρωμένη. Τί νά κάμω τώρα;

-Τώρα θά μέ τιμωρήσει καί μένα ὁ Θεός γιά τήν ἁμαρτία πού ἔκαμες. Νά πᾶς  νά κάμεις νηστεία καί προσευχή καί ὁ Θεός θά στό συγχωρέσει. Ἀλλά ἐμένα πῶς θά μέ συγχωρέσει;

-Φίλισσα, σκέφτηκα τί θά κάμω.

-Τί θά κάμεις βρέ Δημήτρη, τοῦ λέει ἡ γιαγιά.

Βγάζει ἀπό τήν τσέπη του ἕνα κουβάρι καί τῆς τό δείχνει. Τά χάνει ἠ μάνα μου.

-Τί θά τό κάμεις βρέ αὐτό; τοῦ λέει.

-Φίλισσα ἄμα πεθάνω θά τό πάρω μαζί μου. Καί ἄμα σέ δῶ πουθενά νά’σαι τιμωρημένη γιά αὐτό πού κάναμε θά στό πετάξω. Θά σέ πάρω στόν Παράδεισο φίλισσα.

-Ψάλε μου βρέ Δημητρό ἕνα τροπάριο, τοῦ λέγει ἡ μάνα μου καί ἔψαλε ὁ Δημητρός:

«Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καί ἐπί γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία»

Πανταχοῦ ζέει.
Δημοσιεύθηκε : Σάββατο, 28 Ιανουάριος 2017 15:17 | Γράφτηκε ἀπό τήν K. Ἀθηνιώτη - Παπαδάκη | Πηγήhttp://blogs.antifono.gr/istologia/fosfoni/ | Ἐμφανίσεις: 72

Ἡ ἐπικοινωνία προϋποθέτει ἕνα νόημα.
 Γιά τόν λόγο αὐτό ἡ γλώσσα δομήθηκε μέ βάση τό νόημα.
Δέν ὑπάρχει λέξη ἤ ἐκφραστικός τρόπος κενός νοήματος.
 Οὔτε ὑπάρχει λέξη μέ αὐτονομημένη δυναμική.
Διότι κάθε λέξη δηλώνει σχέση.

Κάθε λέξη προήλθε ἀπό τή σχέση μας μέ τήν πραγματικότητα,
μεταφέρει τό ὕψος καί τό βάθος τῆς ἀντιληπτικῆς μας ἱκανότητας,
 σημαίνει τά πράγματα ἐνῶ ταυτόχρονα ἔχει μιά ἀποφατική δυναμική
 ἐπειδή δέν περιχαρακώνει στό νόημα τήν ὀντολογική διάσταση τοῦ ὀνομαζομένου.
Προκειμένου νά προσεγγίσει τήν εὐρύτητα αὐτῆς τῆς προοπτικῆς,
προκειμένου νά ὀνομάσει ἐν ἀληθεία τά πράγματα καί ὅσο τό δυνατόν πληρέστερα,
 εἶναι ἀναγκασμένη νά ὑπάρχει σέ σχέση μέ ὅλες τίς ὑπόλοιπες λέξεις,
δηλαδή μέ ὅλες τίς ἐννοιολογικές προεκτάσεις πού προσκομίζει
 ἡ βιωματική καί ἁγιοπνευματική ἀσκητική τοῦ βίου μας.
«Εἶναι παιδιά πολλῶν ἀνθρώπων τά λόγια μας»(Σεφέρης). 
Ὁ λόγος ἐνηλικιώνεται ὅπως καί ὁ ἄνθρωπος.
Ἡ γλώσσα ὅμως ἔχει τήν ἡλικία τῆς ἀνθρωπότητας.
 Μέσα στό χρόνο σμιλεύτηκε ἡ ἔκταση καί ἡ ἔνταση τῆς δυναμικῆς της.
Δέν εἶναι ποτέ μιά γλώσσα «μένουσα» ἀλλά πάντα μιά γλώσσα «μέλλουσα»,
ἀφοῦ οἱ καιροί ἀπαιτοῦν νά ὀρθοτομεῖται τό εὔρος τῆς ἀλήθειας πού μποροῦν νά συλλάβουν.
Ἡ γλώσσα ἀντικατοπτρίζει τόν λόγο τῆς ὕπαρξης.
 Ὅσο βαθαίνει ἡ ὕπαρξη βαθαίνει καί ἡ γλώσσα.
Καί βαθαίνοντας ὁ λόγος βαθμιαῖα ἐκτείνεται ἀπό τούς λόγους τῶν ὅντων στόν Θεό Λόγο
 δι’ οὗ τά πάντα ἐγένετο.
Ἔτσι οἱ λέξεις ἀποκτοῦν σιγά σιγά μιά ἀναγωγική σχεσιοδυναμική λειτουργία,
 σηματοδοτοῦν μιά μεθεκτική κοινωνία
καί ἐνῶ ξεκίνησαν νά ἐκφράζουν μόνο ὁρατές πραγματικότητες,
 μπορούν νά σηκώσουν καί πνευματικές ποιότητες.
Πλουταίνει τό νόημα.

Ὅμως ἐπειδή στά χρόνια μας ἐπτωχεύσαμε
 ἀπό τήν τριβή μέ τά τῆς χρείας καί τά τῆς ἔπαρσης
καί χάνοντας τήν ἀλήθεια μας χάσαμε καί τό νόημα,
ξαναπαίρνουμε πάλι τό μονοπάτι πρός τήν πηγή
γιά νά ξαναγευτοῦμε καθαρή καί κρυστάλλινη τήν κάθε λέξη,
 ὥστε νά ἀνασυλάβουμε πάλι τό πρῶτο νόημα
καί νά ξεδιψάσουμε ἀπό τή γάργαρη ροή ὄχι ἁπλῶς τοῦ νοήματος
ἀλλά τοῦ σπέρματος τῆς ζωῆς, τοῦ μυστηρίου πού ἀέναα μᾶς κυοφορεῖ
καί μᾶς καλεῖ πρός μετοχή καί κοινωνία.
«Γιά ἄλλους οἱ λέξεις δέν κοστίζουν τίποτε, γιά ἄλλους εἶναι ζωή» ( Ἐλύτης). 
Οἱ λέξεις δέν εἶναι εὔκολες. 
Οἱ λέξεις εἶναι οἱ ἐρωμένες τοῦ ἀπείρου, οἱ ἀναπνοές τοῦ ἀνείπωτου.
Κοντά στό «τά πάντα ρεῖ» ὑπάρχει καί τό πανταχοῦ ζέει θεία πνοή. 
Διαχρονικά πορευόμενοι συλλαμβάνουμε τά ὠκεάνια μπουγάζια τῆς καθολικότητας,
τά ἀενάως ρέοντα καί ζέοντα καί εὐτυχοῦμε μόνο ὅταν τά ὀνομάζουμε.
Σά φύλακας ἄγγελος ἡ γλώσσα διακονεῖ τό βίο μας, τόν ἀνασηκώνει ἀναστάσιμα,
ἐκεῖ πού οἱ ἀντιθέσεις γίνονται ἀφορμή γιά πληρέστερες συνθέσεις.
«Ὅταν ἀνάβεις τό κερί καί ξεκλειδώνεις τόν Κῆπο
τοῦ χρόνου τό χῶμα, ἔδαφος γίνεται Θεοῦ».
Οἱ λέξεις, τά παράξενα αὐτά λιγνά κεράκια πού ἀνάβει ἡ συνείδηση
 γιά νά ἐκκλησιαστεῖ στήν ἀπεραντοσύνη τοῦ σύμπαντος.
Λέξεις ἀπό τό ἀντίδωρο τῆς κλήσης μας μές τήν ἱερή σιωπή τοῦ Παραδείσου.

 «Ποῦ νά τά πῶ τά ἑλληνικά τῆς πίκρας»(Ἐλύτης) 
τώρα πιά πού διδάσκουμε τήν ἑλληνική ὅπως διδάσκουν στά φροντιστήρια
 ξένων γλωσσῶν τίς ξένες γλῶσσες; 
Προκρούστεια λογική- ἀλφάβητο, λεξιλόγιο, γραμματική-
 σάν νά ταυτίζεται ὁ λόγος μέ τόν «ὑλικό τρόπο γραφῆς τῆς γλώσσας»(Σεφέρης).

«Δυστυχῶς ἀπό τήν πολλή τέχνη ( γιά τήν τέχνη) ...χάσαμε τή θαυματουργική ἱκανότητα
 νά παίρνουμε τά ἔργα τῶν ἀνθρώπων στά σοβαρά... 
Καί τούτη εἶναι ἡ μεγαλύτερη διαστροφή πού μπορούσαμε νά πάθουμε: 
τά λόγια νά τά θεωροῦμε μόνο λόγια.
 Μέ αὐτόν τόν τρόπο, μόνο τυχαῖα μποροῦμε τώρα νά ὑπακούσουμε ἤ νά σωθοῦμε.
 Ἡ καταδίκη μας... τό μήνυμα χάθηκε ἤ καταργήθηκε.
 Ἔτσι, μιά μέρα...ἡ ποίηση ἔπαψε νά εἶναι ἀλήθεια
 καί ἡ ἀλήθεια ἔπαψε νά εἶναι ποίηση».(Λορεντζάτος) 
Καί προσδιορίσαμε τίς λέξεις μας καί τήν ὁμιλία μας ὡς λόγια καί ὄχι ὡς λόγο,
 ὄχι δηλαδή ὡς συνειδητό τόπο τῆς ὕπαρξης. 
Ὅμως παραδίδοντας τήν ἑλληνική στούς ἀπογόνους μας
 δέν παραδίδουμε λέξεις ἀλλά ποιότητες τῆς πραγματικότητας,
 εὔρος συνειδητότητας, ὕψος πνευματικό καί μάλιστα μέ ἀναγωγικό χαρακτήρα. 
Ὄχι λέξεις μούμιες πού περισφίγγουν μέ ἕναν τρόπο νεκρό τίς ἔννοιες, 
ἀλλά λέξεις πού ἀγγέλουν,
 λέξεις κήρυκες, λέξεις μαντατοφόρους, λέξεις καμπάνες,
 φαροστάτες μυστηρίου πού διαχρονικά ἐκπέμπουν στήν ὠκεάνια ἄβυσσο τοῦ βίου 
ἀχτίδες ἀπό τήν ἔλλαμψη τῆς ἀνθρώπινης συνειδητότητας. 
Πρίν ἀπό τόν «ὑλικό τρόπο τῆς γραφῆς» ὑπάρχει ὁ πνευματικός τόπος τῆς γλώσσας.
 Καί ἀποτελεῖ τραγική ἀμέλεια τό ὅτι δέν καθορίστηκε 
τό θεωρητικό ὑπόβαθρο τοῦ πνευματικοῦ τόπου τῆς γλώσσας
 παράλληλα μέ τόν ὑλικό της τρόπο.
 Δέν ἀρκεῖ τό ἀλφάβητο χρειάζεται καί τό φῶς γιά νά γράψεις.
Χρειάζεται νά ᾿χεις ἐπίγνωση τοῦ πνευματικοῦ τόπου τῆς γλώσσας σου, 
ἔτσι ὅπως αὐτός διαχρονικά σμιλεύτηκε μέσα ἀπό τή φιλοσοφία, τή θεολογία, 
τό δοκιμιακό στοχασμό, τήν ποίηση ,τήν τέχνη. 
Ἄν ἡ ἐλευθερία ὁρίζεται ἀπό τά ὑπαρξιακά καί τά γεωγραφικά σύνορα ἑνός λαοῦ, 
ἡ γλῶσσα ὁρίζεται ἀπό τά πνευματικά σύνορα καί ὅρια μας. 
Διότι γιά νά ὀνομάσεις κάτι πρέπει πρῶτα βιωματικά νά τό φτάσεις. 
Κενό ἤ ἀπώλεια λέξης σημαίνει μειωμένο ἐννοιολόγιο 
δηλαδή μειωμένη ἀντίληψη γιά τόν κόσμο.
 Ἡ γλῶσσα εἶναι ἕνας ζωντανός ὀργανισμός πού ἐπηρεάζεται ἀπό τήν ἱστορική μας πορεία. 
Ἄν γιά κάποιο λόγο γίνουμε ἀνόητοι, στή γλῶσσα θά καταγραφεῖ αὐτό, 
καθώς οἱ λέξεις θά κουφώσουν, 
ἀφοῦ τό βίωμα δέν θά ὑποστηρίζει καί δέν θά ἀνατροφοδοτεῖ πιά τό νόημα.
Θά ἔπρεπε νά παραδίδουμε στούς ἀπογόνους μας 
μαζί μέ τή λειτουργική ἀξία τῆς γλώσσας καί τή δυναμική τῆς ψυχῆς, 
δηλαδή τόν συνειδησιακό τόπο τοῦ λόγου,
 πού βαπτίζει καί ὀνομάζει ἀναγωγικά τά πράγματα, 
ἀνασημασιολογώντας, μετα-σημασιολογώντας τίς λέξεις,
 δημιουργώντας νέους ὅρους, ἀξιοποιώντας τούς ὑπάρχοντες, 
παραλαμβάνοντας φράσεις ἀπό τήν τρέχουσα χρήση 
χωρίς νά ὑποδουλώνεται στό πρόσλημμα, 
ἐξουσιάζοντας τίς λέξεις καί καταδεικνύοντας δίχως τέλος
 τά βαθύτερα νοήματα καί μηνύματα 
πού μποροῦν νά προσεγγιστοῦν καί νά μεταγγιστοῦν
 ὡς ἀτέρμονη πορεία ζωῆς ἐν ἀληθεία.
 Ἡ ἑλληνική δέν εἶναι ἡ γλῶσσα ἡ «μένουσα» ἀλλά ἡ γλῶσσα ἡ «μέλλουσα» 
διότι ἔχει πλαστεῖ ἔτσι ὥστε νά μπορεῖ ὄχι μόνο νά καταγράψει τή διαχρονική μας πορεία 
ἀλλά καί νά σηκώσει τήν μελλοντική ἀναγωγή τῆς ἀνθρώπινης συνειδητότητας.

Ἡ διδασκαλία ἐπίσης τοῦ γραμματικοῦ τύπου εἶναι ἐλλιπής ὅταν ἔχει χαθεῖ ἡ διδαχή του,
 δηλαδή ἡ ἐπίγνωση τῆς ἀνάγκης πού ἐξυπηρετεῖ ὁ συγκεκριμένος γραμματικός τύπος. 
Γιά παράδειγμα τί δηλώνει μιά μετοχή
 καί γιατί ἀπουσιάζουν πιά οἱ μετοχές ἀπό τόν καθημερινό μας λόγο;
 Ἄν ἀναλογιστοῦμε, μέσα ἀπό τό παράδειγμα τῶν μετοχῶν τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου,
 τή μετοχή ὡς ποιότητα τῆς ὕπαρξης στήν ἐνέργεια πού τό ρῆμα δηλώνει, 
καί γεφυρώσουμε τή συνειδησιακή ἀπόσταση
 ἀνάμεσα στό λειτουργικό: «ἡ φωτίζουσα»(ἐπειδή μετέχει στό φῶς)
 καί στό σύνηθες τοῦ καθημερινοῦ λόγου: «αὐτή πού φωτίζει»(ἐπειδή βρῆκε κάποιο φῶς), 
ἴσως ἐπιδρούσαμε θεραπευτικά σέ μύρια καταθλιπτικά φαινόμενα τῆς ἐποχῆς μας, 
ἐκτοπίζοντας τήν αἴσθηση τῆς μοναξιᾶς μέσα ἀπό τή μεθεκτική πρόσληψη τοῦ κόσμου.
 Ἀπώλεια γραμματικῶν τύπων σηματοδοτεῖ ἀπώλεια ὑλικοῦ τρόπου, 
μειωμένη εὐελιξία στό νά κατακτηθοῦν καί νά ἀποδοθοῦν
 οἱ λεπτές ἀλλά κρίσιμες ποιότητες τῆς ἀντίληψης. 
«Μέσα στήν ἰσοπέδωση καί στήν ὁμοιομορφία...
ἡ ἔγνοια τοῦ Σεφέρη σταματοῦσε προπάντων στή γλῶσσα μας, 
τελευταῖο σανίδι, ἀπό τό ὁποῖο προσπαθεῖ νά πιαστῆ,
 μέσα στόν καταποντισμό ἤ στό γενικό ναυάγιο ἕνας ποιητής. ..
Εἶχε ταξιδέψει χρόνια καί εἶχε ζήσει στά μέρη ὅπου ταξίδεψε... 
ὥστε νά γνωρίζη ἀρκετά τήν εὐπάθεια πού παρουσιάζουνε οἱ γλῶσσες 
στήν τυποποίηση καί στή μονοτονία τῆς σύγχρονης τεχνοκρατούμενης ζωῆς. ..
Τά ἀφτιά τοῦ Σεφέρη πονέσανε στά μεγάλα κέντρα-ἰδίως στό Λονδίνο...
 νά ἀκοῦνε καθημερινά ἐκεῖνες τίς ὁμοιόμορφες ἐκφράσεις, 
τίς πατηκωμένες, τίς κουτσομυτιασμένες, τίς ἀπέραντα θλιβερές, 
τίς πανομοιότηπες, τίς πλανιαρισμένες, τίς περασμένες ἀλύπητα
 ἀπό τή ράσπα τῆς συμβατικότητας καί τῆς ταχύτητας ἤ τῆς εὐκολίας.
 Ὁ Σεφέρης γνώριζε ἀπό τόν Ὅμηρο πώς ἡ γλῶσσα δείχνει εὐστροφία, 
στρεπτή δέ γλῶσσ’ ἐστί βροτῶν, 
καί πώς τά λόγια ἔχουνε μεγάλο πεδίο δράσης, ἐπέων δε πολύς νομός ἔνθα καί ἔνθα...
ἀπό τό πρῶτο ἔνθα-τό μέσα...μέχρι τό δεύτερο ἔνθα-τό ἔξω ἤ τό σημερινό κακό.
 Καί αὐτό φοβόντανε. Ἡ ἔγνοια σκυθρώπιαζε τό πρόσωπό του. 
Μοῦ μιλοῦσε ἐντελῶς σοβαρά:
 «Φοβᾶμαι», εἶπε, σά νά ἔβαζε κάπου τελεσίδικα τήν ὑπογραφή του,
 μήπως εἴμαστε οἱ τελευταῖοι πού μιλᾶμε ἑλληνικά».

Τό ἐπικοινωνιακό μοντέλο τῆς γλῶσσας δέν ἐπαρκεῖ
 γιά νά διασώσουμε καί νά σώσουμε τήν ὀντολογική μας ποιότητα.
 Ἡ ἑλληνική μέ ἀνοιχτές φτερούγες, σάν φύλακας ἄγγελος,
 σημαίνει και ἐπισημαίνει ἀληθοτόπια πού ὁ σύγχρονος πολιτισμός ἀπεκδύθηκε.
 Σέ τελική ἀνάλυση ἡ γλῶσσα εἶναι ἦθος.

YΓ. Ὁ ζωγραφικός πίνακας πού πλαισιώνει τή σελιδα εἶναι ἔργο τοῦ Χρήστου Μποκόρου