.

.

Τετάρτη 9 Αυγούστου 2017


  
 Κατερχόμενο, ἀπό οὐρανό σέ οὐρανό μέχρι τή γῆ, τό σῶμα τοῦ ἀγγέλου τῆς Εἰρήνης ἀπέκτησε ὕλη. Ὄχι ὅμως ὁλόκληρο. Τά φτερούγια του παράμειναν ἄυλα καί ἀόρατα ὅπως στίς αὐλές τοῦ Παραδείσου.
   Στή χώρα τῶν ἀνθρώπων, ὁ ἄγγελος, βρῆκε παντοῦ καημό καί πόνο. Ὁ ἐνδόμυχος νόστος, ὁ Παραδείσιος, βαλτωμένος στή λήθη καί τή λύπη. Ἀδιέξοδο στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων.

                                                                     -------------------

   Ἔτσι βάλθηκε νά ἀποσπᾶ ἀπό τίς φτερούγες του φωτόφτερα καί νά τά καίει, θυμίαμα, ν’ ἀκούσει ὁ Θεός νά ἐλεήσει.
   Ἀκούει ὀ Θεός. Πῶς ἀλλιῶς; Ἐγγύς πάντα. Καί δίνει καί ἀνάβουν τά βλέματα τῶν ἀνθρώπων φωτιά γλυκιά, σάν τό κερί στό προσκύνημα.
                       «Ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας;» ἀκούγονταν στήν βαθιά καρδιά ὁ Κύριος.
                                                                 
                                                                         ----------------------

   Κι ὅλο καλοῦσαν τόν ἄγγελο τῆς Εἰρήνης, κι ἐκεῖνος, σά γοργόνα τοῦ Χαῖρε, ἔτρεχε, ἀποσποῦσε φωτόφτερα καί θυμίαμα τά πρόσφερε ν’ ἀκούει ὁ Θεός νά ἐλεεῖ, νά σιγοῦν καί νά μετουσιώνονται οἰ δοκιμασίες.
   Ὥσπου, κάποτε, τά φτερούγια του, ὅλα, κατέκαψε καί θυμίαμα πιά νά προσφέρει δέν εἶχε. Τότε, δίχως φτερά, τά βήματά του βάρυναν τόσο, μά πιότερο, βάρυνε ἡ καρδιά του. Γιατί ἐνῶ τά φωτόφτερα τελείωσαν, τά πάθια καί οἱ καημοί τοῦ κόσμου τελειωμό δέν εἶχαν.
   Ἔτσι, σέ θλίψη ἔπεσε βαθιά καί γιά πρώτη φορά στάλαξαν ἀπό τά μάτια του χοϊκά δάκρυα. Ἀπό αὐτά πού δέν μακροθυμοῦν ἀλλά κατάκοπα καῖνε τίς ἐλπίδες.
                                                                     
                                                                       ---------------------

   Ὁ Θεός χαμογέλασε. Ἐσκυψε, ἄγγιξε τόν ἄγγελό του καί τόν ἄναψε. Ἔκπληκτος, ἐκεῖνος, ἔνιωσε πάλι ἀνάλαφρες τίς πλάτες του. Γύρισε καί ἔκθαμβος  εἶδε, φτεροῦγες καινές, καμωμένες, ὅμως, ὄχι ἀπό φωτόφτερα ἀλλά ἀπό ἀναμμένα πρόσωπα!
   Ὅλα τά πρόσωπα πού εἶχε διακονήσει, ὅλοι ὅσοι ἀγάπησε καί τόν ἀγάπησαν, εἶχαν γίνει τά φτερά του, γιά νά τόν βοηθοῦν νά σηκώνεται  ψηλά , ὥστε νά φέρνει βαθύτερα τό ὄνειρο τοῦ Θεοῦ μές τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων, νά βρίσκει ἡ ζωή πηγή Παραδείσια.

-                                                                         ---------------------

   Ὁ μύθος αὐτός εἶναι ἀφιερωμένος σέ ὅλους τούς ἀγγέλους τῆς γῆς πού νιώθουν κουρασμένοι, καί ἐπιθυμεῖ νά τούς σιγοψιθυρίσει πώς:

                               Ὁ Θεός μᾶς ἐνδύει πρῶτα πρόσωπα καί μετά φῶς.
                                



«...ἀπό ἐπιλογή γενικοτέρων ἐννοιῶν θά ἀπαρτισθοῦν οἱ σ η μ α σ ί ε ς μιᾶς γλώσσας. Ἐδῶ ἡ ἐπιλογή δέν συνίσταται τόσο στόν ἀποκλεισμό ὁρισμένων ἐννοιῶν εἰς βάρος ἄλλων, ὅσο, κυρίως, στά ὅ ρ ι α πού θά χαραχθοῦν γιά τήν κάθε ἔννοια μέσα στό σύστημα τῶν σχέσεων ἀντιθετικῆς μορφῆς μιᾶς γλώσσας ( συνωνυμίας, ὑπωνυμίας, ἀντωνυμίας κλπ. ), ὅρια πού θά μετατρέψουν τίς ἔννοιες σέ σ η μ α σ ί ε ς...»
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ:
Η ΓΛΩΣΣΑ ΩΣ ΑΞΙΑ: ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
Ἡ προσπάθεια γιά τήν ἀνάδειξη τῆς ἀναγκαιότητας σύνταξης ἑνός Σημασιολογικοῦ Λεξιλογίου προέρχεται ἀπό τή διαρκῶς αὐξανόμενη πίεση μιᾶς διαρκῶς ἐπιταχυνόμενης λήθης -κάτι σάν δυναμική ἐκδίπλωση τυφώνος-
πού ἀποστεοποιεῖ τή λέξη καί τή γλώσσα χρηστικά, κατακερματίζοντας ὄχι μόνο τόν κοινωνικό της ρόλο, ἀλλά καί τόν μυστηριακό καί ὀντολογικό της χαρακτήρα. Ἄς μή λησμονοῦμε ὅτι ἡ πρώτη ἐντολή πού δόθηκε ἀπό τόν Θεό στόν ἄνθρωπο ἦταν νά ὀνομάσει τόν κόσμο, δηλαδή νά ἀναγνώσει τόν λόγο του.
Στήν προσπάθειά μας αὐτή, νά ὀνομάσουμε τόν κόσμο, μέ πυρήνα τή λέξη δηλώνεται ἡ ἔννοια πού κατανοεῖ ἡ συνειδητότητά μας. Ὅμως ταυτόχρονα ἡ λέξη περικλείει δυναμικά-σά χειροβομβίδα εἰρήνης- ἕναν λόγο μέ εὔρος
ἐκτατό καί πολυσήμαντο. Διότι δέν ὑπάρχει, οὔτε ὑφίσταται ἔννοια αὐτονομημένη, ἀλλά ἀντιθέτως τά πάντα, ἄρα καί οἱ ἔννοιες πού τά δηλώνουν, προσδιορίζονται, καθορίζονται καί ἀλληλοϋποστηρίζονται μέσα ἀπό ἕνα δυναμικά ἱεραρχικό σύστημα σχέσεων πού ἐναρμονίζει τή ζωή καί τήν ὕπαρξη.
Ἔτσι ξεκινώντας ἀπό τήν ἀρχική ἔννοια καί τή λέξη πού τήν ἐκφέρει , δηλαδή μέσα ἀπό τήν κατάλληλη ἀντιστοιχία σημαίνοντος καί σημαινομένου, ὅμοια μέ πλοῖο πού ἀνοίγεται στά ὡκεάνια βάθη τῶν ὁρίζόντων, σιγά σιγά συλλαμβάνουμε τό καθολικότερο εὔρος τῆς ἔννοιας καί ποιοῦμε γλώσσα προεκτείνοντας τά ὅρια τοῦ σημαίνοντος, δηλαδή τῆς λέξης, ἔτσι πού νά συλλαμβάνονται ὅλες οἱ ποιότητες ( συνθετικές, ἀντιθετικές, ὁμότροπες, παράλληλες κλπ) τοῦ σημαινομένου.
Ἡ ἰδιαίτερη ἀντιληπτική καί ἄρα ἱεραρχική ἀξιολόγηση κάθε λαοῦ ὡς πρός τήν πραγματικότητα, ἀποδίδεται συνεπέστατα καί ἀναπόφευκτα στή διαφορετική σχεσιολόγηση τῶν ἀρχικῶν ἐννοιῶν. Γιά αὐτό κάθε ἐθνική γλώσσα
ἀποτελεῖ μιά διαφορετική ταξινομία τοῦ κόσμου, ἕνα διαφορετικό σύστημα ἀξιῶν πού καταδεικνύει τήν πολιτισμική καί πνευματική θέση, δηλαδή τό ἀντιληπτικό, συνειδησιακό καί δημιουργικό ἐπίπεδο κάθε λαοῦ.
Ἐρχόμενοι στό θαῦμα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας παρατηροῦμε μηχανισμούς πού προσδίδουν στίς ἔννοιες καί τό σχεσιοδυναμικό τους πλαίσιο, ὄχι ἁπλῶς ἀκρίβεια καί εὐελιξία, ἀλλά ταυτόχρονα ἀνοιχτότητα καί διαφάνεια πρός τό ἄλλο, τό μή δηλούμενο, δηλαδή ἕναν ἀποφατισμό πίσω ἀπό τόν ὁποῖο διακρίνεται μιά διαρκής ἀναγωγή, μιά δημιουργική μετάβαση, ἕνα στοχαστικό πέρασμα, μιά ποιητική-μεθεκτική συναίσθηση πρός τό κεκρυμμένο πρόσωπο-λόγο τοῦ κόσμου.
Παραδίδοντας στίς ἐρχόμενες γενιές τή δυναμική τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, εἶναι καθοριστικῆς σημασίας, ὄχι μόνο γιά τή γλώσσα ἀλλά κυρίως γιά τήν ὕπαρξη, νά παραδίδουμε ταυτόχρονα καί τούς μηχανισμούς πού γεννοῦν τή γλώσσα,
ἔσω μηχανισμούς-τρόπους- πού καθορίζονται ἀπό τήν ὡριμότητα τῆς συνείδησης ὡς «ἐν ἀληθεία» φορέα καί μεταφορέα λόγου, καί τούς ἔξω, τούς παραδομένους «ἐν σοφία»μέσω τῶν γλωσσολογικῶν ( ἑτυμολογικῶν, γραμματολογικῶν,συντακτικῶν, λογοτεχνικῶν) δομῶν.
Πρακτικά τί σημαίνουν ὅλα αὐτά;
Ἄς συλογιστοῦμε πόσο διαφορετική σχέση ἀποκτᾶ ἕνα παιδί μέ τή γλώσσα, ὅταν μαθαίνει, γιά παράδειγμα, ὄχι
ἁπλῶς τή λέξη φῶς- γιά τήν ὁποία , ἀν ἀφαιρέσουμε τή σχεσιοδυναμική του τρόπου μας, θά μποροῦσε νά χρησιμοποιήσει την ἀντίστοιχη λέξη ὁποιασδήποτε ἄλλης γλώσσας-, ἀλλά ὅτι ἀπό αὐτή τή λέξη, στά ἑλληνικά ,προέρχεται τό λέγω (φημί), ἡ φωνή, ἡ φήμη, ἡ φανέρωση, ἡ φαντασία καί φυσικά ὁ φωτισμός. Πόσο θά διευρύνονταν ἡ ἀντίληψή του, ἄν τοῦ δείχναμε ἐξ ἀρχῆς, ὅτι μέ τή φωνή του καί τά λόγια του δέν μιλᾶ ἁπλῶς, 
ἀλλά φωτίζει, φανερώνει, φαντάζεται τό κεκρυμμένο εὔρος τοῦ κόσμου. Μέ τόν τρόπο αὐτό,
 δέν παραδίδουμε ἁπλῶς τή λέξη, ἀλλά φ ω τ α γ ω γ ο ῦ μ ε τή συνειδητότητα τοῦ νέου ἀνθρώπου πού ἀρχίζει νά ξεκλειδώνει γλωσσολογικά μέσα του ποιότητες.
 Αὐτή ἡ διαφορετική διδακτική διαδικασία τῆς γλώσσας, ἀποτελεῖ τότε ὄχι διδασκαλία ἀλλά διδαχή τῆς γλώσσας.
 Παύουν τότε τά «ἑλληνικά τῆς πίκρας»(Ἐλύτης) καί μιά διέξοδος διαφαίνεται ἀπό τή χρήση στή χάρη.