.

.

Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2019

Ὄχι δέν εἶσαι ποιήτρια. Οὔτε συγγραφέας. Δέν ξέρω τί εἶσαι, μά θά τό βρῶ καί θά στό πῶ,
ἔλεγε ὁ πνευματικός μου πατέρας.
Ἕνα πρωινό χτύπησε τό τηλέφωνο. Ἦταν γεμάτος χαρά. Τόν ἄκουσα νά λέγει:
-Γιά ἄλλο λόγο ἔψαχνα στό λεξικό καί νά βρῆκα τί εἶσαι. Εὐειδής Λογογράφος!
Τό στοχάστηκα λοιπόν καί τό ἔκανα -ποιητική ἀδεία- μία λέξη: Λογογράφως.
Σᾶς καληχρονίζω, λοιπόν, καί σᾶς φιλεύω καλοσύνες,
ἀντιδωρήματα ἀπό τή συγκατάβαση τοῦ φωτός καί τῆς σιωπῆς στήν ἀσκητική βραχονησίδα τῆς διακονίας μου.
Καλοσύνες καθολικότητος

Μέ λογισμό καί μ’ ὄνειρο καί δίψα χάριτος.
................
Ὀρθά μέτρα τόν χρόνο ὄχι μέ ἔτη ἀλλά μέ ζέσεις καρδιᾶς.
................
Γίνε πρόσωπο: χρόνος πού σώζεται.
................
Χρόνος δέν εἶναι ἡ διαδοχή τῶν στιγμῶν
ἀλλά ἡ μετοχή τῶν στιγμῶν στήν αἰωνιότητα.
................
Κράτησε τήν καρδιά σου δροσερή
νά’ χει ὁ ἥλιος μύθο γιά τή δίψα του.
ΕΝΥΔΑΤΩΝΕΙΣ ΤΟΝ ΜΥΘΟ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ
................
Μέσα στό τίποτα γεφύρια ἀπό ἀναπνοές Θεοῦ.
Ἡ ἀνάσα δέν εἶναι πιά ἀναπνοή , εἶναι μεθεκτικότητα.
................
Ἐάν θές πραγματικά νά δεῖς
μήν χρησιμοποιεῖς τά μάτια σου
ἀλλά τήν αἴσθηση τοῦ Θεοῦ.
................
Ἡ ἡσυχία τῆς καρδιᾶς
ἀνάβει στά μάτια ὄχι ὅραση
ἀλλά αἴσθηση Θεοῦ καί βλέπεις.
................
Κάθε φυγή ἀπό τή σιγή τῆς αἴσθησης τοῦ Θεοῦ εἶναι ἔπαρση.
................
Ἀναπνοή τῶν κτισμάτων
εἶναι ἡ αὔρα τοῦ μυστηρίου τους.
................
Καί τό πιό ταπεινό χορτάρι
καί ἡ πιό ψηλή κορυφή
μία κλήση σοῦ ἐμπιστεύονται:
Ὅταν ἀνάβεις τό κερί καί ξεκλειδώνεις τόν Κῆπο
τοῦ χρόνου τό χῶμα ἔδαφος γίνεται Θεοῦ.
................
Αὐτό πού ἔλειψε εἶναι ἡ ἀγωγή γιά τό μυστήριο.
κούφωσε ἡ ζωή δίχως ἀγωγή γιά τό μυστήριο
κουρέλια ντύθηκε ὁ ἥλιος και ὁ οὐρανός κρύωσε.
................
Μόνο στή σιωπή βρίσκει δρόμους ἡ ὕπαρξη.
................
Σείστρα σιωπῆς ἀνάβουνε τήν κλήση.
................
Τό φῶς εἶναι ἡ πατρίδα πού δέν πρέπει νά ἁλωθεῖ.
Ἀλλά τό φῶς ἔχει τόν τρόπο του:
Τήν ἐλευθερία πού περνᾶ ἀπό τή στέρηση.
................
Τί εἶναι τό ἀφομοιωμένο φῶς ἄν ὄχι νεότητα πού δέν τήν φθείρει χρόνος;
................
Ἑνότητα εἶναι ἡ συνείδηση τῆς ἀλήθειας.
................
Ἡ πραγματική κίνηση τῆς ἐλευθερίας εἶναι σύνδεσμος καθολικότητας.
ΠΙΟ ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΘΑ ΠΕΙ ΠΙΟ ΚΑΘΟΛΙΚΑ
................
Δίχως καθολικότητα οὔτε ἡ στιγμή ἀντέχεται οὔτε ἡ αἰωνιότητα.
................
Τό καθολικό ἐδρεύει στήν ἀθωότητα τῆς ὕπαρξης.
................
Ἐργάσου ἀλήθεια.
Ὅτι ἔχει ἀλήθεια τό φυλάττει ἡ μνήμη τοῦ σύμπαντος.
................
Ἀληθείας λόγοι: Περιουσιακά στοιχεῖα ἐλευθερίας.
................
Νά συλλέγεις τή γύρη τῶν ἠμερῶν
Γιά τό μέλι τῶν ἀθάνατων οὐσιῶν.
................
Ὁ χρόνος εὐλογεῖ τήν παρουσία
ὡς καινοῦ μυστηρίου θύρα.
................
Βάθη μοῦ δίνεις προσευχῆς
ν’ ἀλιεύω λόγους ἀληθείας.
................
Σμιλεύουμε καλοσύνες.
Ἀνταμώματα ἀγάπης καί ἀθανασίας.
................
Ἔρωτας δέν εἶναι τά μάτια σου ἀλλά τά δικά Του.
................
Γίνεσαι ἀπόλυτος ὅταν κερδίσεις μιά ἀλήθεια
Καί φρονημεύεις ὅταν σέ κερδίσει ἡ ἀλήθεια.
................
Ἄν τό μυστήριο δέν ἔχει γίνει σῶμα σου
ἀρετή δέν ἔχεις.
................
Δέν ἔχει σημασία αὐτό πού προσλαμβάνεις μέ τήν αἴσθηση
ἀλλά αὐτό πού προσοικειώνεσαι μέ τή χάρη.
................
Τήν οὐσία κρατᾶ ἡ ἀναπνοή πού μετέχει.
................
Γίνε ἔλεος: εἰκόνα καί ὁμοίωση Θεοῦ.
................


Στοῦ ἀνοιχτοῦ πελάγου τό κυματοτρόφο πείσμα ὁ Ὅρμος Μαραθοκάμπου ὡς κόρφος εἰρήνης ἦταν λιμένας.
Αὐτό τό λιμάνι τοῦ πατρογονικοῦ Γιαλοῦ τά κατοχικά στρατεύματα τῶν Γερμανῶν, ἔσπευσαν νά τό ἀνατινάξουν,
δυναμιτίζοντας κάθε ὅρμο εἰρήνης καί ἐπικοινωνίας μέ τή φοβερή φουρτούνα τῆς θανατηφόρας ὑπεροψίας τους.
Τριῶν χρονῶν τότε ἡ μητέρα μου, ξεχάστηκε στό μπαλκόνι τῆς δασκάλας -δέκα μέτρα ἀναπνοή ἀπό τόν λιμένα – μαγεμένη νά παρακολουθεῖ
τούς παράξενους στρατιῶτες πού κινιόντουσαν σέρνοντας κόκκινα, πράσινα, κίτρινα, ἄσπρα, μαῦρα καλώδια
τυλίγοντάς τα πάνω σέ κάτι μακρύ καφέ, πού στά ἀθώα ματάκια της ἔμοιαζε μέ σκοτεινό καλαμπόκι.
Κι ἔφτιαχναν πολλά ἀπό δαῦτα καί τά ἕνωναν καί ἡ κίνησή τους αὐτή ἐπαναλήφθηκε φορές πολλές μέχρι νά φτάσουν στό τέρμα τοῦ λιμανιοῦ.
Δέν εἶχαν δεῖ παιχνίδια τά ματάκια της, δέν εἶχε παιχνίδια μέσα στήν κατοχή, καί σάν παιχνίδι τῆς φάνταζε τό παράξενο θέαμα.
Τέλος, κάποιος πού ξεχώριζε κρατώντας ἕνα μεγάλο κόκκινο πράγμα, ἔβγαλε μιά κλωστή ἀπ’αὐτό καί μ’ ἕναν κόκκινο μεγάλο ἀναπτήρα τήν ἄναψε.
Μετά ἔγινε ἡ ἔκρηξη.
Σάν φυτρωμένο λουλούδι στά μπάζα, τήν βρήκανε νά στέκει μαυρισμένη ἀπό τό κακό ἀλλά σῶα καί ζητοκραυγάζανε σάν νά’ ταν νίκη.
«Τοῦ Κατερνάκι οἱ προσευχές ἔσωσαν τό παιδί» ἔλεγαν οἱ συγχωριανοί, καθώς ὁ νεκροθάφτης τήν εἶχε βάλει στούς ὥμους του καί τήν ἐγύριζε,
κι ἦταν μπροστά σέ κεῖνο τό χάος ἡ μόνη χαρά τοῦ χωριοῦ,
ἵσως κι ἕνα ἀνοιγόκλειμα τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ Θεοῦ, ὑπόσχεση πώς τούς προσέχει καί πώς ὁ λιμένας θά ξαναφτιαχτεῖ.
Ἔζησε ἠ μανούλα μου –τριῶν ἐτῶν τότε παιδούλα- καί σιγά σιγά τήν ἀξίωσε ὁ Θεός νά δεῖ πώς ἄνθισε τοῦ λιμανιοῦ ἡ ἔκρηξη
κι ἔγινε ἕνα τριαντάφυλλο μέσα στήν γαλανή ἐποπτεία τοῦ ἐποπτεία τοῦ Ἅι-Νικόλα,
ὅπου ἡ εὐχή τῶν προγόνων της λειτουργεῖ ἀκόμη τήν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ.


ΥΓ. Μές στό βαθύ σκοτάδι τῆς προηγούμενης νύχτας, ἕνα ολόλευκο τριαντάφυλλο πού προσκυνοῦσε εἶχε
εὐθυγραμμιστεῖ -σημάδι;- μέ τό φεγγάρι.
Κατ’ οἰκονομία Θεοῦ ἀνοίχτηκε, μέσα ἀπό τό βιβλίο τοῦ Λάκη Προγκίδη «Ὑπό τήν παπαδιαμαντικήν δρῦν»,
ἀπόκριση στήν ἐσωτερική ἀγωνία γιά τό τραγικό ἐκτόπισμα τῆς κοινωνίας ἀπό τήν ἀγορά.
Ὡστόσο, ὡς ἀντίθεση τό δίπολο κοινωνία-ἀγορά ἀδυνατοῦσε στόν προσδιορισμό τῆς ὑφιστάμενης ἔκπτωσης,
μιά πού δίχως ἀναστολές ἔχουμε προσεταιριστεῖ τόν ὅρο κοινωνία τῆς ἀγορᾶς. Ὑποχρεωνόμουν, ἔτσι, νά ἀντιπαραθέσω τήν ἔννοια τῆς « Εὐχαριστιακῆς Κοινωνίας» πού μέσα ἀπό τή θυσία τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο παρέχει τό πρότυπο γιά κάθε εἶδους κοινωνία. Καί νά πού ἔξω ἀπό τή θύρα τῆς συνειδήσεώς μου ἀπέστειλε ὁ Λάκης Προγκίδης τήν θεια-Ἀχτίτσα, τή βασανισμένη ἡρωίδα τοῦ Παπαδιαμάντη, μέ συστολή αἰδημοσύνης, ὄχι γιά τήν πτωχεία της, ἀλλά γιατί ἀδυνατοῦσε νά «φιλέψει» τόν ἐπισκέπτη της.
«Μέ ἐντυπωσίασε κάτι πού περνάει ἀπαρατήρητο κάτι πού δέν τό βλέπουμε ἐπειδή τό συναντοῦμε συνέχεια,
 ἐπειδή τό ἀκοῦμε ἀπό παντοῦ, ἐπειδή τό θεωροῦμε τελείως φυσικό…
Ὅταν λοιπόν αὐτή ἐδῶ ἡ γυναῖκα, ἡ χιλιοταλαιπωρημένη, ἡ χαροκαμένη, ἡ ἄτυχη, ἡ παρατημένη ἀπό τούς συγγενεῖς, ὑποδέχεται τόν παπά, τά πρῶτα λόγια πού ἔρχονται στά χείλη της ἀφοροῦν τό γεγονός ὅτι δέν ὐπάρχει στό σπίτι της τίποτα, μήτε γλυκό, μήτε ρακί γιά νά τόν φιλέψει...αὐτή ἡ ἔγνοια της πού ξεφεύγει ἀπό τή λογική ἀτμόσφαιρα τῆς δυστυχίας…δέν μᾶς παραξενεύει. Τήν ἐντάσσουμε στή λογική μας τελείως φυσικά. Σάν ἡ  στάση της νά μήν μποροῦσε νά ’ναι διαφορετική. Γιατί; 
Διότι σέ αὐτή τήν ψεύτικη φαινομενικά συμπεριφορά τῆς Σταχομαζώχτρας κρύβεται μιά πραγματικότητα πιό ἀληθινή ἀπό τήν ἀδήριτη πραγματικότητα τῆς φτώχειας: ἡ πραγματικότητα τῆς πολιτισμικῆς μας ταυτότητας.» ( Λ. Προγκίδης).
Ἄνοιξα τό λεξικό : « Εικάζεται ότι η λέξη φίλος δεν δήλωνε αρχικά συναισθηματική σχέση, αλλά δεσμό μεταξύ μελών της ίδιας κοινωνικής ομάδας, επεκτάθηκε όμως σε σχέσεις αγάπης και αφοσίωσης ( χωρίς ερωτικό περιεχόμενο) μέσω του θεσμού της φιλοξενίας.» (Γ.Μπαμπινιώτης).
Ἡ ἐπόμενη κίνησή μου ἦταν νά κλείσω τό ἐν λόγω βιβλίο τοῦ Προγκίδη καί μέ κόκκινα στοιχεῖα νά ἀλλάξω τόν τίτλο στό δικό μου ἐξώφυλλο. Μάλιστα , αὐτό ἦταν:
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΩΣ ΦΙΛΙΑ καί φιλεύω τήν κρίση σας μέ τή βαρύτητα τῶν παρακάτω ἀποσπασμάτων :
«Γιά τή φιλία μιλάει ὁ Ἀριστοτέλης στά Ἠθικά Νικομάχεια (VIII,IX).
Λέει ὅτι δέν μπορεῖ νά νοηθεῖ συγκροτημένο κοινωνικό σύνολο ἄν τά μέλη τά ὁποῖα τό ἀπαρτίζουν δέν ἔχουν ἀναπτύξει μεταξύ τους φιλικούς δεσμούς. Οἱ μορφές ὀργάνωσης μιᾶς κοινωνίας ἔρχονται καί παρέρχονται. Τά πολιτικά συστήματα διαδέχονται τό ἕνα τό ἄλλο. Τό στοιχεῖο ὅμως πού παραμένει ἀκλόνητο, τό στοιχεῖο πού κατά τρόπο μοναδικό καί ἀντικατάστατο ἐγγυᾶται τή συνοχή καί τή ζωή τῆς δεδομένης κοινωνίας καί τοῦ πολιτισμοῦ της εἶναι, ὑπογραμμίζει ὁ φιλόσοφος, ἡ φιλία.
...Στά χρόνια 2005-2010 ζοῦσα στόν Καναδά ( στό Μόντρεαλ). Βρισκόμουν δηλαδή στήν καρδιά τοῦ λεγόμενου πολυπολιτισμικοῦ μοντέλου. Μοντέλο τό ὁποῖο, εἰρήσθω ἐν παρόδῳ, οἰ ἐμπνευστές καί οἱ προπαγανδιστές του ἔχουν βαλθεῖ νά ἐπιβάλλουν μέ ὅλα τά μέσα, ἀκόμα καί μέ τά ὅπλα, σέ ὅλους τούς λαούς τῆς ὑφηλίου. Στήν πράξη πρόκειται γιά μιά μή κοινωνία. Πρόκειται γιά ἕνα συνονθύλευμα παγιωμένων εἰς τό διηνεκές ἐθνικῶν καί πολιτιστικῶν ταυτοτήτων μέ μόνο δεσμό, ἀπό τά μέσα, τό χρῆμα, καί ἀπό τά ἔξω τόν ὑπερεξοπλισμένο χωροφύλακα.
...Μέ τόν Ἀριστοτέλη καί τόν Παπαδιαμάντη φοιτήσαμε στό ἴδιο σχολεῑο. Μάθαμε τά ἴδια γράμματα. Καλλιεργηθήκαμε συναισθηματικά καί πνευματικά μέ τό ἴδιο ἦθος. Θά τό ὀνόμαζα, αὐτό τό σχολεῖο, σχολεῖο τοῦ κοινωνικοῦ ἀντιδαρβινισμοῦ.
...Οἱ περισσότερες θεωρίες, ἀνθρωπολογικές, κοινωνικές, ψυχολογικές καί πάει λέγοντας, πού στηρίζονται στήν παραδοχή ὅτι ὁ ἀνθρωπος εἶναι πρῶτα βιολογική μονάδα, μοναχικό ζώο, καί ἔπειτα , σ’ ἕναν δεύτερο χρόνο, κοινωνία, κοινωνική μονάδα, εἶναι ψευδεῖς....Τά ἀναλυτικά ἐργαλεῖα τῆς σκέψης τους δέν τούς ἐπιτρέπουν νά συλλάβουν καί νά ἐκφράσουν τό πασίδηλο θαῦμα τῆς φιλίας, τό θαῦμα πού θεμελιώνει τήν ἀνθρώπινη κοινωνία....ὡς τή μοναδικη φυσική, μή συμφεροντολογική ὀντότητα."
-Ἕνας ἄφιλος κόσμος μεθοδευμένα ἐχθρικός ἀρπᾶ, σφετερίζεται, διεκδικεῖ, διαβάλλει καί ἐγκληματεῖ.  Πολίτες πού ὁδηγοῦν τό αὐτοκινητό τους πάνω σέ συμπολίτες, βγάζουν μαχαίρι καί βάζουν βόμβες. Πολιτικά διευθετημένες ἰσορροπίες τρόμου πού ἀναμιγνύουν μεθοδευμένα τά ἐτερόδοξα προκειμένου νά χειραγωγοῦν ἐχθρότητες ὥστε νά  ἀλληλοεξοντώνουν ὅσους ἐπιθυμοῦν καί νά κουρσεύουν τά  οἰκόπεδα.  Ἀντιθέτως, σέ ὁμόδοξες, ὁμόγλωσσες καί ὁμότροπες κοινωνίες ἀναπτύσσονται εὐκολότερα σχέσεις φιλίας καθώς οἱ πολίτες ἔχουν τό ἵδιο ἀνιληπτικό φίλτρο ἱεράρχησης καί κατανόησης τοῦ κόσμου. Εἶναι κοινωνίες στίς ὁποῖες  ἐπειδή ἡ ἀτομική ψυχή μαθητεύει «νά εἶναι χῶρος ὑποδοχῆς καί δεξίωσης τοῦ ἄλλου,  χῶρος φιλικῆς συμβίωσης», μπορεῖ νά συνάψει καί μέ ἀλλόδοξα ἔθνη σχέσεις ὄχι φιλινικίας ἀλλά φιλοκαλίας. Δέν χρησιμοποιῶ τυχαῖα τή λέξη  φιλοκαλία, μιά καί τούτη μᾶς ἀνάγει συνειρμικά  στά ἱερά κείμενα τῆς Φιλοκαλίας πού διευρύνουν την κοινωνία  σε κοινωνία με τον Θεό.-

-Θαῦμα-θαυμάζω. Τί σημαίνει θαυμάζω; Σημαίνει ὅτι δέν μπορῶ μέ σκέψη νά ἐξαντλήσω τό μυστήριο. Σημαίνει ὅτι το ἔργο πού εἶναι μπροστά στα μάτια μου διευρύνει τήν ἀντίληψή μου.- 
"Ἀπό Ὁμήρου ἄρξασθε. Μίλησα πιό πάνω γιά τήν ἀσπίδα τοῦ Ἀχιλλέα καί γιά τή θεμελιώδη σημασία τοῦ ὁμηρικοῦ «θαυμάζειν»...Αὐτό τό πρωταρχικό «θαυμάζειν» εἶναι κάτι σάν σπινθήρας πού θέτει σέ κίνηση τή λειτουργεία τοῦ πνεύματος. Καί δίκαια νομίζω, ἄν δοῦμε τό πράγμα ἀπό τά βάθη τῆς αἰωνιότητας, ὁ ἑλληνικός πολιτισμός μπορεῖ νά συμπυκνωθεῖ σέ τρεῖς μόνο λέξεις: θαυμάζειν ἐστί φιλοσοφία. Ὅμως αὐτό τό ἴδιο τό «θαυμάζειν» σέ τί ἀντιστοιχεῖ; ... Τό ξέρουμε ἀναφέρεται στόν κόσμο ὁ ὁποῖος εἰκονίζεται πάνω στην ἐπιφάνεια τῆς ἀσπίδας (τοῦ Ἀχιλλέα), στό καλλιτεχνικό ἔργο τοῦ Ἡφαίστου. Αὐτό τό ἔργο περιγράφει σέ ἐκατό καί παραπάνω στίχους ὁ ποιητής. Αὐτό τό ἔργο ἀποκαλεῖ θαυμάσιο. Πρόκειται γιά τήν ἀνάγλυφη ἀναπαράσταση τοῦ κόσμου...Βλέπουμε γάμους και πανηγύρια. Βλέπουμε πολέμους καί θανάτους. Βλέπουμε τή σπορά, τόν τρύγο, παιδιά νά μεγαλώνουν, σκηνές τῆς καθημερινῆς ζωῆς , τόν κόσμο ὁλόκληρο. Βλέπουμε στό ἐσωτερικό μιᾶς περιορισμένης ἐπιφάνειας, ἑνός πλαισίου, μιά εἰκόνα πού ὀνομάζουμε κόσμο. Τό συγκεκριμένο ἔργο τέχνης ...μπορεῖ νά συγκινήσει... ἐπειδή ὁ καλλιτέχνης κατάφερε νά μεταφέρει στό ἐπιμέρους στοιχεῖο τήν ἀρχή τῆς φιλίας... Ὁλόκληρη ἡ κοινωνία στήν ὁποία ζεῖ ὁ καλλιτέχνης ( συμπεριλαμβανομένων τῶν θεῶν τοῦ Ὀλύμπου, τοῦ ποιητή καί τῶν ἡρώων τοῦ ἔπους) εἶναι κοινωνία φιλική, θεωρεῖ δηλαδή τόν ἑαυτό της κομμάτι τοῦ σύμπαντος κόσμου, ὅπου χάρη ἀκριβῶς στήν ἀρχή τῆς φιλίας βασιλεύουν ἡ τάξη καί ἡ ἁρμονία... Ὅπου τούτη ἡ ἀρχή ὑποχρεώνει τό κάθε στοιχεῖο τοῦ κόσμου νά κρατιέται στήν ὕπαρξη χάρη στήν ὕπαρξη ὅλων τῶν ἄλλων καί ὄχι στή βούλησή του καί μόνο γιά ἰσχύ. Ἐν ὀλίγοις τό ἔργο πού βγαίνει ἀπό τό ἐργαστήρι τοῦ Ἡφαίστου κάνει αἰσθητό τό ὅλον, ἔτσι ὅπως τό ψυχανεμίζεται ἡ κοινωνία του.
Δέν εἶναι τυχαῖο, ἄς τό σημειώσουμε, πού αὐτός ἐδῶ ὁ κόσμος τῆς φιλίας, ὁ κόσμος ὅπου συνυπάρχουν καί ἰσορροποῦν οἱ πιό ἀντίθετες φαινομενικά καταστάσεις, ἀπεικονίζεται πάνω στό ἀντικείμενο πού προορίζεται νά προφυλάξει τόν Ἀχιλλέα ἀπό τά βέλη τοῦ ἐχθροῦ.
Ὁ κόσμος ὡς φιλία εἶναι ἡ μόνη ἀσπίδα τοῦ ἀνθρώπου.
Κανείς, νομίζω, δέν θά διαφωνήσει ὅτι ὁ ἀρχαιοελλήνικός κόσμος ἀρχίζει νά καταρρέει μέ τόν Πελοποννησιακό Πόλεμο. Καί κανείς δέν θά διαφωνήσει ἐπίσης ὄτι ὁ Θουκυδίδης ἱστορικοποίησε τό γεγονός, πράγμα πού σημαίνει ὄτι τό κατέγραψε ὄσο πιό πιστά μποροῦσε, ἑρμηνεύοντάς το ταυτόχρονα. Θεώρησε λοιπόν ὀ Θουκυδίδης ὅτι ὁ πόλεμος ἐκεῖνος ἦταν φυσικό ἐπακόλουθο τῆς μόνιμης ροπῆς τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ ἀνθρώπου ἐν γένει, γιά ἰσχύ καί ἐξουσία. Καί ἐδῶ ἀκριβῶς θεμελιώνεται ἡ μεγάλη, ἡ ἀνυπέρβλητη σύγχυση. Ἡ μαρτυρία τοῦ ἱστορικοῦ ταυτίζεται μέ τήν πραγματικότητα καί ἠ ἐρμηνεία του ἀναγορεύεται σέ παγκόσμια ἀνθρωπολογική ἀρχή.
Γιατί, δέν εἶναι ἔτσι; Ὄχι βέβαια. Εἶναι ἔτσι μόνον στό βαθμό πού ἡ Δύση δράττεται τῆς εὐκαιρίας γιά νά δικαιώσει
καί νά ἐμπεδώσει τόν δικό της τρόπο γέννησης, ὕπαρξης καί μεθόδου ἑρμηνείας τοῦ κόσμου. Καί ὁ Ὅμηρος κατέγραψε καί ἑρμήνευσε ἕναν πόλεμο, ἀλλά δέν βγαίνει καθόλου τό συμπέρασμα ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι λύκος γιά τόν ἄνθρωπο. Γιατί ἡ Δύση δέν θεμελιώνει τό ἀνθρωπολογικό της πρότυπο στόν Ὅμηρο; Γιατί δέν φοιτᾶ στό σχολεῖο τοῦ Ὁμήρου; Ἐπειδή ὁ Ὁμηρος εἶναι ποιητής καί ὁ Θουκυδίδης ἱστορικός; Καί λοιπόν; Ἀπό πότε ὁ ἱστορικός εἶναι πιό κοντά στήν ἀλήθεια ἀπό τόν ποιητή;
...Φιλία-φιλεύω. Ἀρκοῦν οἱ δύο αὐτές λέξεις γιά νά περάσουμε ἀπό τόν ἀρχαιοελληνικό πολιτισμό στόν ἑλληνοχριστιανικό...Ἡ φιλιά γιά τούς Ἕλληνες ἦταν προϋπόθεση ἁρμονίας τοῦ κόσμου. Ἔπρεπε νά ὑπάρχει φιλία γιά νά ἰσορροπεῖ τό σύμπαν. Γιά τόν χριστιανισμό ἡ φιλία ἦταν τό ζητούμενο...
Ἡ διαφύλαξη τῆς φιλίας μέ τόν οἰκεῖο, μέ τόν γείτονα, μέ τόν συμπολίτη, με τόν συμπατριώτη: ἰδού ἠ μέριμνα τοῦ Ἑλληνα. Τό ἄνοιγμα τῆς φιλίας στό σύνολο τῆς ἀνθρωπότητας, ἡ ὑπέρβαση τοῦ τοπικοῦ: ἰδού ἠ μέριμνα τοῦ χριστιανοῦ. Βέβαια καί στά δύο ἀξιακά συστήματα ὑπάρχει καί λειτουργεῖ τό θυσιαστικό στοιχεῖο.
...Γιά νά συμπυκνώσουμε αὐτή τή διαρκή μετατροπή τῆς κατάστασης (φιλία) σέ κίνηση (φιλεύω), αὐτή τήν «ἐνεργοποίηση» τοῦ οὐσιαστικοῦ «φιλία» χάρη στήν ἀνθρώπινη βούληση, θά μπορούσαμε νά ποῦμε, σέ μαθηματική γλώσσα, χριστιανισμός=ρηματοποιημένος ἑλληνισμός...
Περνώντας ἀπό τή «φιλία» στό «φιλεύω» εἶναι σάν ν’ἀναφύεται ἀπό τά τρίσβαθα τῆς γλώσσας μιά καινούργια ἐκδοχή τοῦ ἀνθρώπου. Ὄχι πιά αὐτός πού ἀπολαμβάνει τή φιλία σάν δῶρο ἄνωθεν, ἀλλά αὐτός πού τήν προσφέρει, πού τήν κοινωνεῖ, δίνοντας κάτι ἀπό τό ἔχει του χωρίς νά περιμένει ἀντάλαγμα....Καί δίκωλον ἐπιπρόσθετα τό «φιλεύω», γιατί ἡ «κοσμική»φιλία τῶν Ἑλλήνων, πού ἔχει πεθάνει ὡς παγκόσμια ἀρχή, παραμένει ἀτόφια μέσα στή νέα λέξη, δηλώνοντας ἔτσι ὅτι κάποτε μπορεῖ νά ἀναστηθεῖ,... ὅταν τά πολυάριθμα «φιλεύειν» ἀλληλοδιασταυρούμενα καί ἀλληλοπολλαπλασιαζόμενα, θά ἀναδομήσουν τόν χαοτικό κόσμο μας ὡς φιλία».

Ἡ κατανόηση τοῦ χριστιανισμοῦ ὡς ρηματοποιημένου ἑλληνισμοῦ , ἡ ρηματοποίηση ὡς λειτουργική κίνηση τῆς οὐσίας, διαφαίνεται μέσα ἀπό τά λειτουργικά κείμενα τῆς ἐκκλησίας ὅπου ἡ χρήση τοῦ ρήματος
 καί ἰδιαίτερα τῆς μετοχῆς ἀποκτᾶ  δυναμική ἱερῆς κλήσης. Γιά παράδειγμα ἀκοῦμε  τά ρήματα ὅπως ἱερώσατε, πραΰνατε, φωταγώγησον, ζώωσον, καρδίωσον καί μετοχές ὅπως καταυγάζουσα, μετάγουσα, φωτίζουσα, χωρήσασα, ἐκλάμπουσα, ὅλα τους ρηματικοί τύποι πού διανοίγουν τη μεθεκτική διάσταση τῆς κλήσης.

Θά πρόσθετα ὅμως καί μία βαθύτερη διάσταση.  Διότι  ἡ φιλία ἀποτελεῖ μιά ἀναστάσιμη διακονία, 
μιά κίνηση μακροθυμίας, μιά καλλιέργεια τῆς εὐχαριστιακῆς πρόσληψης τοῦ ἄλλου. 
Θά μποροῦσαμε να δοῦμε τή φιλία ὡς τήν εὐχαριστιακή τράπεζα πού δεξιώνεται τόν κόσμο ὄχι οἰκονομικά ἀλλά σωτηριολογικά.
 Ἡ φιλία εἶναι εἴσοδος στην θεῖα ἀγάπη.
 Γιά τό τί μπορεῖ νά σημαίνει αὐτό θά κλείσω μέ ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο τοῦ Φιλίππου Σέρραρντ «Τό ἱερό στή ζωή καί τήν τέχνη»: 
« Μ’ αὐτόν τόν τρόπο… φέρει ὁ ἕνας τόν ἄλλο πιό κοντά στήν παρουσία τοῦ Θεοῦ. 
Τό νά ζεῖ κάποιος σέ μιά κατάσταση φιλίας εἶναι σά νά ζεῖ ἐν Θεῷ…
Ἡ ἑνότητα τῶν φίλων ἀντανακλᾶ τήν πρωταρχική κοσμική ἑνότητα ὅλης τῆς δημιουργίας…
Μόνο ἐκεῖνο πού ρίχνει ρίζα στό αἰώνιο μπορεῖ νά  ἀποφύγει αὐτή τή διαδικασία ἀμοιβαίας καταστροφῆς, 
νά  στηριχθεῖ καί νά φτάσει στήν ἀφθαρσία».


Προκειμένου νά ἐντρυφήσουμε στόν ἀναγωγικό δυναμισμό τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας
εἶναι εὔστοχο νά καταφύγουμε στήν οἰκεία καί λειτουργική γλώσσα τῆς ἐκκλησίας.
Ἡ κατά καιρούς πολύτιμη ἐνασχόληση τῶν νεοελλήνων μέ τά ἀρχαῖα ἑλληνικά προσέκρουε
στό λεξιλόγιο καί στούς γραμματικούς τύπους πού ἔχουν ἀλλάξει ἀρκετά.
Ἔτσι ἡ ἀπόσταση πού ἔπρεπε νά διανυθεῖ, γιά νά ἀνακτηθοῦν τά ὑψηλά νοήματα
καί ἡ δυναμική τῆς ἀρχαῖας ἑλληνικῆς, πρόσθεται ἀντί νά ἀφαιρεῖ, μεγάλο βάρος
στήν ἀγωνία τοῦ ἕλληνα γιά τό θησαυρό πού ἔκρυβαν οἱ ρίζες του.
Ὁ χρόνος σμιλεύει τή γλώσσα μέ τόν ἴδιο τρόπο πού σμιλεύει καί τά βότσαλα,
δηλαδή ἀφαιρώντας τους ἀρκετή ὕλη μέχρι νά λειανθοῦν καί νά ἀντανακλάσουν καθολικότερα τό φῶς τοῦ ἥλιου.
Ὡστόσο ὁ χρόνος, πού γιά ἀρκετούς αἰῶνες κύλησε τραγικός σέ τοῦτο τό φωτοφόρο στῆθος τῆς γῆς,
ἔφαγε καί ἀρκετή γόνιμη ὕλη καί μέ ἐπίπλαστα θελκτικές σειρήνες ἀλλοτρίωσε τήν ἀντίληψη.
Πῆρε ν’ ἀδειάζει ἡ γλώσσα ἀλλά τό φῶς δέν ἔχανε τή φωνή του.
Θέλω νά πῶ, πώς ἡ παρακαταθήκη τοῦ ἑλληνικοῦ λόγου δέν εἶναι ἕνα χθεσινό μουσειακό ἐργαλεῖο,
ἀλλά μάλλον μιά δυναμική σκυτάλη πού θά περνᾶ στίς δυνατές γενιές καί θά γονιμοποιεῖ μέ νοήματα τά νήματα τῆς ὕπαρξης.
Ἕνα στῆθος πού συνεχίζει νά ἀποκρίνεται στόν ἥλιο ὅσο ἡ γῆ γυρίζει γύρω ἀπό αὐτόν.
Ἡ ἐκκλησιαστική γλώσσα θά μπορούσε νά ἀποτελέσει ἕναν ἄξονα ἐνηλικίωσης τῆς νεοελληνικῆς γλώσσας
καί ἀπολύτρωσής της ἀπό τόν εὐνουχισμό πού τῆς ἐπέβαλε τό χρηστικό ἐπικοινωνιακό μοντέλο τῆς ἀγορᾶς,
ἐπανακεντρίζοντάς την στήν ὀντολογική ρίζα τῆς ὕπαρξης. Τρεῖς εἶναι οἱ κύριοι λόγοι πού ὁδηγοῦν στήν διαπίστωση αὐτή.
• Ὁ πρῶτος ἔχει νά κάνει μέ τό ὅτι ἡ νεοελληνική γλώσσα δέν ἔχει ἀπομακρυνθεῖ σημαντικά ἀκόμα ἀπό τή γλώσσα τῶν λειτουργικῶν κειμένων.
• Ὁ δεύτερος λόγος ἔχει νά κάνει μέ τό ὅτι ἡ γλώσσα τῆς ἐκκλησίας εἶναι εὔκολα ἀναγνωρίσιμη ἀπό τόν νοῦ ἀλλά καί ἀπό τήν καρδιά τοῦ ἕλληνα.
Ἡ διπλή αὐτή προσληψιμότητα τόν θρέφει συνολικά, μεταγγίζοντας του ταυτόχρονα σιωπή καί λόγο, δηλαδή τρόπο ὕπαρξης.
• Καί ὁ τρίτος λόγος ἀφορᾶ τήν ἀναγωγική δυναμική τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσας.
Ὡς γλώσσα ἀναφερόμενη πρός τόν Θεό, συνέχει ὅλα τά νοήματα, φωτισμένα καί ἐκτεινόμενα δυναμικά πρός τά δυσθεώρητα ὕψη τοῦ πνεύματος.
Εἶναι μιά ἄνω-θρώσκουσα γλώσσα πού ἀποτελεῖ λόγο γιατί ἁλιεύει τό βάθος τῆς ὕπαρξης ἐναρμονίζοντάς το μέ τόν Θεό-Λόγο.
Καλλιεργεῖ καί διευρύνει ὄχι μόνο τή γλωσσική ἱκανότητα ἀλλά κυρίως τήν ἀντιληπτικότητα τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς,
ὡριμάζοντας μιά συνειδησιακή πληρότητα πού ὁδηγεῖ σέ οὐσιαστικότερη κοινωνία καί ἐπικοινωνία.
Παύουν τά χείλη τῶν ἀνθρώπων νά λαλοῦν «ἄδικα φράγματα».
Τά ἱερά ἄσματα φωταγωγοῦν νοητά ἅλματα τῆς γλώσσας, ὄχι στή χρηστική ἐπιφάνεια,
ἀλλά στό ὀντολογικό βάθος τῆς ὕπαρξης πού ἐκ Θεοῦ ἔχει κληθεῖ νά ὀνομάσει ἐν ἀληθεία τόν κόσμο.
« Ἑλληνισμός, ἑλληνικότητα, ἑλληνική συνείδηση, Ἑλλάδα χωρίς ἑλληνική γλώσσα
δέν μποροῦν νά ὑπάρξουν μέ οὐσιαστικό, ἄμεσο καί ἀποτελεσματικό τρόπο.
Ἡ διαφοροποίηση κάθε γλώσσας συνδέεται, σέ μεγάλο βαθμό, μέ τήν ἱστορία καί τήν πνευματική καλλιέργεια κάθε λαοῦ...
Οἱ γλώσσες διαφέρουν ριζικά μεταξύ τους. Ὄχι ὡς δηλωτικά συστήματα, ἀλλά ὡς πολιτισμικά μορφώματα.
Στήν ἱστορική πορεία τοῦ Ἑλληνισμοῦ εἶναι ἀξιοθαύμαστο νά βλέπει κανείς
πόσο ἡ ἑλληνική γλώσσα ὑπῆρξε πάντα χαρακτηριστικό συστατικό τῆς ἰδιοπροσωπίας τοῦἝλληνα.
Οἱ ἀγράμματοι, κατά τά ἄλλα, καλόγεροι τῶν βυζαντινῶν μοναστηριῶν, παρά τήν εὐνόητη ἀπέχθειά τους πρός κάθετι τό εἰδωλολατρικό,
διέσωσαν ἐντούτοις καί διατήρησαν γιά πάντα, ἀντιγράφοντάς τα μέ πολύν μόχθο, τά κείμενα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας,
τά ὁποῖα αἰσθάνονταν πώς συνέχιζε ἡ συγκαιρινή τους γλώσσα, συνδέοντας συγχρόνως τόν βυζαντινό μέ τόν ἀρχαῖο -ἔστω καί εἰδωλολατρικό- Ἑλληνισμό.
Κι ὅταν στά σκοτεινά χρόνια τῆς τουρκικῆς κυριαρχίας, ὁ καλόγερος πάλι
ἤ ὁ ἱερέας δίδασκε στό κρυφό σχολειό τήν ἑλληνική γλώσσα μέσα ἀπό τό κείμενο τοῦ Εὐαγγελίου,
γνώριζε καλά πώς πάνω στήν ἑλληνική γλώσσσα, ὅπως προβάλλει μέσα ἀπό τό πέρασμα τοῦ χρόνου,
πατᾶνε γερά καί τά δύο, ἑλληνική καί ὀρθόδοξη παιδεία, ἑλληνική καί ὀρθόδοξη παράδοση, ἑλληνική καί ὀρθόδοξη συνείδηση.» ( Γ. Μπαμπινιώτης)

Τό νεοελληνικό κράτος ἐξόρισε ἀπό τήν παιδεία φιλοσοφία καί φιλοκαλία
καί κούφωσε τούς πολίτες ἀπό ὅτι συνιστοῦσε τήν ἀναστάσιμη δόξα τοῦ ἔθνους μας.
Ἀφαίρεσε τούς «μελιρρύτους ποταμούς» «ὑδάτων ψυχοτρόφων».
Ἡ γλώσσα ἐξυπηρετεῖ πιά μιά ἔρπουσα βιοτική συνθήκη.
Ἡ ἀφαίμαξη τῆς γλώσσας ἀπό τήν ἀποθησαυρισμένη σοφία, εἶναι μιά συνθήκη λήθης πού ἀντικαταστᾶ τά πρόσωπα μέ νούμερα
καί ἐξυπηρετεῖ δόλιες καί ἀνθρωποκτόνες κερδοφορίες .
«Τέτοιες λέξεις: Τέτοιες ψυχές» γράφει ὁ ποιητής Γ. Θέμελης γιά νά συνειδητοποιήσουμε πώς ἀδειάζοντας τή γλώσσα, ἀδειάζουμε τό εἶναι μας.
Ὡς σέ κρυφά σχολειά, οἱ «σημαντόρες» ἄνεμοι τῆς Κυριακῆς ἐπιμένουν μέ τά γλωσσικά ἀντίδοτα τῆς ὑμνογραφίας σέ μιά «ἄσκηση φιλαληθείας».
Σέ μιά ἑλληνική πού δέν εἶναι ἁπλῶς γλώσσα ἀλλά λόγος, δηλαδή «ἐπιούσιος» τρόπος βίου.
Ἑλληνικά μέ πρωταρχική κίνηση στό ἀλφάβητό τους τό ἄναμα τοῦ κεριοῦ, καί τόν ἡσυχασμό τῆς ὕπαρξης ἀπό τίς βιοτικές μέριμνες.
Ἑλληνικά πού ὡς ἀγωγός χάριτος ἀνάγουν μέ ποιητικό τρόπο τίς ἀντιθέσεις σέ βαθύτερες συνθέσεις
μέσα ἀπό ἕνα πλούσιο ἐξεικονιστικό πλαίσιο, μέ συνηχήσεις καί ἐπαναλήψεις συντακτικῶν δομῶν, μέ συμμετρία νοημάτων καί λογικῶν σχημάτων,
μέ λόγο πού δέν ἐξαντλεῖται μόνο στή γλώσσα, ἀλλά ἀγκαλιάζει τήν ἀρχιτεκτονική δομή, τά ἄμφια, τά ἱερά σκεύη, τό τυπικό,
προσδίδοντας στό κάθε τι ἀναγωγικό δυναμισμό λόγου πρός τόν Θεό-Λόγο.
Αὐτήν τήν ἀναγωγική ἐνηλικίωση χρειάζεται νά ἐπανακτήσει καί ὁ λόγος τῆς ζωῆς μας
ὥστε νά ἐπανακτήσει καί ὁ γλωσσικός παλμός τή δυνατότητα νά μεταφέρει τό πνευματικό ὁξυγόνο σέ κάθε κύτταρο τῆς ὕπαρξης.
«Μέσα στή βάρβαρη ἀνθρωπότητα τό Βυζάντιο ἤτανε ἡ κιβωτός ἡ σφραγισμένη πού φύλαγε μέσα της κάθε πνευματικό θησαυρό,
ἀποχτημένον μέ τόν πόνο καί μέ τήν πίστη.
Στίς ψυχές τοῦ Βυζαντίου ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ ἔφερνε τήν ἀληθινή πίστη καί ἡ μέλλουσα ζωή ἤτανε καθαρή μπροστά τους.
Ὁ ἄνθρωπος καί οἱ ἐλπίδες του τραβούσανε μέ βεβαιότητα πρός τήν αἰωνιότητα.
Λοιπόν τό Βυζάντιο εἶναι ἕνα μεγάλο πρᾶγμα. 
Εἶναι ὁ καιρός καί ὁ τόπος πού ζούσανε οἱ ἄνθρωποι μέ τόν πόθο τοῦ ὑπερφυσικοῦ, τῆς αἰωνιότητας.

Ἡ ἀρχαιότητα εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ λογικοῦ, ἐνῶ τό Βυζάντιο εἶναι ἡ βασιλεία τῆς πίστεως, τῆς πνευματικῆς μέθης καί τῆς ἀθανασίας.
Ἡ ἀρχαῖα Ἑλλάδα μπορεῖ νά ’τανε δοξασμένη κι ἀντρειωμένη, ἀλλά ἡ καινούργια,
ἡ χριστιανική εἶναι πιό βαθειά, ἐπειδής ὁ πόνος εἶναι ἕνα πράγμα πιό βαθύ κι ἀπό τή δόξα κι ἀπό τή χαρά κι ἀπό κάθε τί.
Ἡ Ρωμιοσύνη εἶναι ἡ πονεμένη Ἑλλάδα.
Οἱ λαοί πού ζοῦνε μέ πόνο καί μέ πίστη τυπώνουνε πιό βαθιά τόν χαρακτήρα τους στόν σκληρό βράχο τῆς ζωῆς,
καί σφραγίζονται μέ μιά σφραγίδα πού δέν σβήνει ἀπό τίς συμφορές καί τίς ἀβάσταχτες καταδρομές ἀλλά γίνεται πιό ἄσβηστη.
Μέ μιά τέτοια σφραγίδα εἶναι σφραγισμένη ἡ Ρωμιοσύνη.
Τά ἔθνη πού ξαγοράζουνε κάθε ὥρα τῆς ζωῆς τους μέ αἷμα καί μ’ ἀγωνία,
πλουτίζονται μέ πνευματικές χαρές πού δέν τίς γνωρίζουνε οἱ καλοπερασμένοι λαοί.
Αὐτοί ἀπομένουνε φτωχοί ἀπό πνευματικούς θησαυρούς κι ἀπό ἀνθρωπιά, γιατί ἡ καλοπέραση κάνει χοντροειδῆ τόν μέσα ἄνθρωπο.
Ἐνῶ ὁ πόνος κατεργάζεται τούς λαούς καί τούς καθαρίζει, ὅπως καθαρίζεται τό χρυσάφι μέ φωτιά μέσα στό χωνευτήρι.
Γιά τοῦτο ἡ δυστυχισμένη Ρωμιοσύνη στολίστηκε μέ κάποια ἀμάραντα ἄνθη, πού δέν τ’ ἀξιωθήκανε οἱ μεγάλοι κ’ οἱ τρανοί λαοί τῆς γῆς.
Πίστη καί πατρίδα εἶναι γιά μᾶς ἕνα πρᾶγμα.
Πρέπει νά καταλάβουμε πώς ὁ Ἑλληνισμός δέν χάνεται μονάχα σά χάσει τήν πολιτική του ἐλευθερία, ἀλλά σά χάσει τήν πνευματική ἐλευθερία του.
Στά χρόνια τῆς σκλαβιᾶς, ὅσοι ἀλλαξοπιστούσανε, τό ἔθνος τούς λογάριαζε γιά χαμένους.
Μά τώρα τί εἶναι ἄλλο ἀπό ἀλλαξόπιστοι ὅσοι καταφρονᾶνε τά δικά τους καί θέλουνε νά τά θάψουνε,
καί νά πάρουν αἰσθήματα καί φερσίματα ξένα ὁλότελα στόν χαρακτῆρα τους;
Ὅσο εἶχε πίστη ὁ Ἕλληνας, οἱ διάφορες προπαγάνδες δέν κάνανε τίποτα.
Τώρα μοναχά, πού μπῆκε ἡ ἀπιστία σέ πολλές ἑλληνικές ψυχές,
κι ὁ ὑλισμός κ’ ἡ καλοπέραση καταστρέψανε τήν πνευματική εὐαισθησία τους, τώρα οἱ διάφορες προπαγάνδες ἁπλώσανε στό ἔθνος.
Ὅσοι ἀπομείναμε πιστοί στήν παράδοση, ὅσοι δέν ἀρνηθήκαμε τό γάλα πού βυζάξαμε, ἀγωνιζόμαστε, ἄλλος ἐδῶ, ἄλλος ἐκεῖ, καταπάνω στήν ψευτιά.
Καταπάνω σέ αὐτούς πού θέλουνε τήν Ἑλλάδα ἕνα κουφάρι χωρίς ψυχή, ἕνα λουλούδι χωρίς μυρουδιά.
Κουράγιο! Ὁ καιρός θά δείξει ποιός ἔχει δίκιο, ἄν καί δέ χρειάζεται ὁλότελα αὐτή ἡ ἀπόδειξη.»
                                                                                   «Πονεμένη Ρωμιοσύνη» τοῦ Φώτη Κόντογλου

«Οἱ θεοί καθαρίζοντας τή γῆ σου, λησμονήσαν... νά σύρουνε ἔξω στό «πύρ τό ἐξώτερον» τόν Ἰούδα τό δόλιο,
πού εἶχε τήν κρύπτη του πλάϊ στίς Κερκόπορτες.
Κ’ ἦρθαν ἄλλοι καιροί ὅπου πάνω σου σάλος πολύς ἐμαχόνταν ν’ ἀποκόψει ἀπ’τό αἰώνιο χῶμα τή ρίζα σου.
Πῶς πεθαίνει ἕνα ἔθνος;
Πῶς πεθαίνει ἕνα ἕθνος, ὅταν ὅλες οἱ θύελλες καταιγίζονται ἀπάνω του, δίχως νά βρίσκουν τό σῶμα του;
Πῶς πεθαίνει ὅταν ὅλα εἶναι τό ἔθνος;
Οὔκ ἑάλω ἡ Βασιλεύουσα ψυχή τῶν Ἑλλήνων!
Ἄν χτυποῦσεν ἡ σάλπιγγα, σαλευόνταν ἡ γῆς καί σηκώνονταν ὄρθιοι, δέν θά βρίσκανε τόπο νά σταθοῦνε οἱ μάρτυρες.
Κι ἄν μποροῦσαν ν’ ἀναπλαστοῦν ἀπ’ τή φθορά τους τά ἔργα τοῦ ἀμολόγητου σκότους,
τά μαστίγια, τά βέλη, τά καρφιά, τά παλούκια, οἱ κρεμάλες, οἱ φάλαγγες, οἱ θηλιές πού τούς ἔσερναν στούς Βοσπόρους καί στά ποτάμια,
καί μετά συγκεντρώνονταν σ’ ἕναν κάμπο ἀσύνορο, θά σχημάτιζαν ὄρος μέγα• καί ἀπότομο.
Καί ἀπ’ ὅποιο σημεῖο κι ἄν θεόταν τόν ὄγκο τους, θ’ ἀποροῦσε κανείς: πῶς ἀπόμεινε μήτρα,
πῶς ἀπόμεινε μάτι, πῶς ἀπόμεινε πόδι, πῶς ἀπόμεινε χέρι, νά σηκώσει τοῦ Ἕθνους σου τή σημαία ἀνάμεσα στίς ἄλλες σημαῖες τῶν Ἑνωμένων Ἐθνῶν.
Ποιός ἀντέχει τό βάρος, νά σηκώσει τόν πάσχοντα Θεό, μαζί μ’ ὅλο τόν πόνο του, ἀπάνω του;
Στήνω τό αὐτί μου στίς κινήσεις τῶν σπλάχνων σου καί ἀκούω τό ἔμβρυο πού Ρωμαῖοι στρατιῶτες τό λογχίζουν στήν κύησή του.
Κ’ εἶναι αὐτό πού θά γιόμιζε τήν ἀνθρώπινη ἀδειοσύνη, ὄπου ἐκτρέφεται μέσα της τό θηρίο Ἀρμαγεδών.
Ἀθλοφόρος τῶν ὅλων, νικοῦσες στή μάχη, πού ἦταν καί μάχη τους.
Μά ἀντί ἄλλης δάφνης, ἐλάβαινες τούς προστάτες πού δέν νοιάζονταν ἄλλο, ἐξόν...
νά σφραγίσουν τό στόμα σου, νά μήν βγεῖ τό φῶς, τί δέν ἦταν πρός κέρδος τους.
Καί δέ σταματούσανε νά σέ ἰδοῦν, ὅπου ἤσουν ὁ Ἁι-Γιώργης τῆς ἀνθρωπότητας•
νά προσπέσουν στό φῶς πού κατέβαινε ἀπό πάνω ἤ αὐτό πού ἀναδίνονταν ἀπό μέσα σου.
Τούς χρειαζόντανε τό αἷμα σου, πού ἤτανε νόμισμα, νά ξοφλήσουν δικούς τους λογαριασμούς.
Καί δέν ἤσουνα μόνο ἐσύ πού τό τίμημα ἐπλήρωνες ἀκριβά• ἀλλά τό μέλλον τοῦ κόσμου.»
                                                    «Λειτουργία κάτω ἀπό τήν Ἀκρόπολη» τοῦ Νικηφόρου Βρετάκου

 ΥΓ. Ἡ ὐπογράμμιση μέ ἔντονους χαρακτήρες ἔγιναν γιά τήν ἀνάγκη τοῦ ἄρθρου
           Ὁ ζωγραφικός πίνακας ἀνήκει στόν Χρῆστο Μποκόρο

 « Ἄν μιλοῦσε ἡ σιωπή,
ἄν φυσοῦσε, ἄν ξέσπαγε-θά ξερίζωνεν ὅλα τά δέντρα τοῦ κόσμου. »
Ν. Βρεττάκος

Ἐνσταυρωμένη ἡ σιωπή,
ἡ αὔρα ἡ λεπτή πού ἐνυπάρχει
σέ ὅλα τοῦ κόσμου τά πράγματα ὀμορφαίνοντάς τα
ὡς μυστική τοῦ αἰωνίου φωνή.
Παραδοθήκαμε στήν κίνηση καί στό θόρυβο 
μόνο καί μόνο γιά νά σβήσουμε.
Κυπαρισσένια τοῦ ὕψους ἀσκητική
φλέβες φωτός μυθικές στά νερά
καί στιγμές πιό βαθιές
τρούλοι καί περιστεριώνες
ξωκκλήσια φάροι
ὅλα μές στή σιωπή ψυχή σου.
Ζηλεύεις τή συνταρακτική 
εὐφωνία τῆς σιωπῆς
πού δέν ταράζει μά ἀναγεννᾶ
καί πασχίζεις μέ παλμούς καρδιακούς 
καί στοχασμούς οὐράνιους 
τό μάννα νά συνάξεις
τῶν φωτοφόρων κυματισμῶν της.
ΙΙΙ
ΙΙΙ
ΙΙΙ
 Σταθερά ἀγαθό τό ρόδο
ἀνασαίνει ἐλαφριά καταλύοντας
τῆς νυχτός τό ἀντίπαλο τίποτα.
Δίχως σιωπή μάταια μιλᾶμε.
Κενές ἀπό οὐσία οἱ λέξεις.
Οἱ ἀληθινές λέξεις μεταφέρουν οὐσίες σιωπῆς.
Οἱ ἄλλες εἶναι τρύπια κανάτια.
Δύσκολο νά ’σαι ἄνθρωπος.
Δύσκολο νά ’σαι τό φῶς
πού πρέπει νά ὀνομάσει τό φῶς.
Γήινα νά φορᾶς μέτρα
καί νά ’σαι ταγμένος οὐράνιος.
«Κι αὐτό πού δέν ξέρω 
εἶναι ποιό θά βαρύνει
στῆς κρίσεως τή ζυγαριά
περισσότερο. Τό χῶμα ἤ τό φῶς».
Νεράϊδα τῆς καθημερινότητας ἡ σιωπή
περνᾶ ἀπό τίς χαραμάδες τοῦ μόχθου φῶς
μυστικά νά μυροβλύσει σαγήνη παραδείσια.
Σιωπή εἶναι ἡ μεθεκτική θαλπωρή τῆς ἁρμονίας.
«Πάνω ἀπ’ τό λίκνο μου ἄρθρωνε ρήματα τό γαλάζιο
Κι ἔμπαζε μέσ’ ἀπ’ τ’ ἀνοιχτό παράθυρο ἡ σιωπή
ἕνα ποτάμι ὑπέροχα λόγια. Μιᾶς θαυμαστῆς 
γλῶσσας τό χρυσό ἀλφάβητο διακλαδιζόταν μέσα μου.»
Σιωπή ἦταν ἡ κατανοήσιμη γλώσσα τοῦ κόσμου
πρίν τό διαμελισμό της σέ ἀκατανόητες γλῶσσες. 
Ἀπέχουμε ὅμως πιά, ἕτη φωτός ἀπ’ τήν καρδιά μας.
-ψυχή μου, ψυχή μου, ἀνάστα τί καθεύδεις;-
Δύσκολη μαθητεία νά ἀνοίγουν τά χείλη 
ἀπό ἐπίσκεψη χάριτος. Νά γίνεται
ἡ στοργή τοῦ ἡσυχασμοῦ σπουδή
γιά τό βλεφάρισμα τῆς Ἄνοιξης.
ΥΓ. Οἱ στίχοι μέσα στά εἰσαγωγικά εἶναι τοῦ Νικηφόρου Βρεττάκου