.

.

Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2019

Προκειμένου νά ἐντρυφήσουμε στόν ἀναγωγικό δυναμισμό τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας
εἶναι εὔστοχο νά καταφύγουμε στήν οἰκεία καί λειτουργική γλώσσα τῆς ἐκκλησίας.
Ἡ κατά καιρούς πολύτιμη ἐνασχόληση τῶν νεοελλήνων μέ τά ἀρχαῖα ἑλληνικά προσέκρουε
στό λεξιλόγιο καί στούς γραμματικούς τύπους πού ἔχουν ἀλλάξει ἀρκετά.
Ἔτσι ἡ ἀπόσταση πού ἔπρεπε νά διανυθεῖ, γιά νά ἀνακτηθοῦν τά ὑψηλά νοήματα
καί ἡ δυναμική τῆς ἀρχαῖας ἑλληνικῆς, πρόσθεται ἀντί νά ἀφαιρεῖ, μεγάλο βάρος
στήν ἀγωνία τοῦ ἕλληνα γιά τό θησαυρό πού ἔκρυβαν οἱ ρίζες του.
Ὁ χρόνος σμιλεύει τή γλώσσα μέ τόν ἴδιο τρόπο πού σμιλεύει καί τά βότσαλα,
δηλαδή ἀφαιρώντας τους ἀρκετή ὕλη μέχρι νά λειανθοῦν καί νά ἀντανακλάσουν καθολικότερα τό φῶς τοῦ ἥλιου.
Ὡστόσο ὁ χρόνος, πού γιά ἀρκετούς αἰῶνες κύλησε τραγικός σέ τοῦτο τό φωτοφόρο στῆθος τῆς γῆς,
ἔφαγε καί ἀρκετή γόνιμη ὕλη καί μέ ἐπίπλαστα θελκτικές σειρήνες ἀλλοτρίωσε τήν ἀντίληψη.
Πῆρε ν’ ἀδειάζει ἡ γλώσσα ἀλλά τό φῶς δέν ἔχανε τή φωνή του.
Θέλω νά πῶ, πώς ἡ παρακαταθήκη τοῦ ἑλληνικοῦ λόγου δέν εἶναι ἕνα χθεσινό μουσειακό ἐργαλεῖο,
ἀλλά μάλλον μιά δυναμική σκυτάλη πού θά περνᾶ στίς δυνατές γενιές καί θά γονιμοποιεῖ μέ νοήματα τά νήματα τῆς ὕπαρξης.
Ἕνα στῆθος πού συνεχίζει νά ἀποκρίνεται στόν ἥλιο ὅσο ἡ γῆ γυρίζει γύρω ἀπό αὐτόν.
Ἡ ἐκκλησιαστική γλώσσα θά μπορούσε νά ἀποτελέσει ἕναν ἄξονα ἐνηλικίωσης τῆς νεοελληνικῆς γλώσσας
καί ἀπολύτρωσής της ἀπό τόν εὐνουχισμό πού τῆς ἐπέβαλε τό χρηστικό ἐπικοινωνιακό μοντέλο τῆς ἀγορᾶς,
ἐπανακεντρίζοντάς την στήν ὀντολογική ρίζα τῆς ὕπαρξης. Τρεῖς εἶναι οἱ κύριοι λόγοι πού ὁδηγοῦν στήν διαπίστωση αὐτή.
• Ὁ πρῶτος ἔχει νά κάνει μέ τό ὅτι ἡ νεοελληνική γλώσσα δέν ἔχει ἀπομακρυνθεῖ σημαντικά ἀκόμα ἀπό τή γλώσσα τῶν λειτουργικῶν κειμένων.
• Ὁ δεύτερος λόγος ἔχει νά κάνει μέ τό ὅτι ἡ γλώσσα τῆς ἐκκλησίας εἶναι εὔκολα ἀναγνωρίσιμη ἀπό τόν νοῦ ἀλλά καί ἀπό τήν καρδιά τοῦ ἕλληνα.
Ἡ διπλή αὐτή προσληψιμότητα τόν θρέφει συνολικά, μεταγγίζοντας του ταυτόχρονα σιωπή καί λόγο, δηλαδή τρόπο ὕπαρξης.
• Καί ὁ τρίτος λόγος ἀφορᾶ τήν ἀναγωγική δυναμική τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσας.
Ὡς γλώσσα ἀναφερόμενη πρός τόν Θεό, συνέχει ὅλα τά νοήματα, φωτισμένα καί ἐκτεινόμενα δυναμικά πρός τά δυσθεώρητα ὕψη τοῦ πνεύματος.
Εἶναι μιά ἄνω-θρώσκουσα γλώσσα πού ἀποτελεῖ λόγο γιατί ἁλιεύει τό βάθος τῆς ὕπαρξης ἐναρμονίζοντάς το μέ τόν Θεό-Λόγο.
Καλλιεργεῖ καί διευρύνει ὄχι μόνο τή γλωσσική ἱκανότητα ἀλλά κυρίως τήν ἀντιληπτικότητα τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς,
ὡριμάζοντας μιά συνειδησιακή πληρότητα πού ὁδηγεῖ σέ οὐσιαστικότερη κοινωνία καί ἐπικοινωνία.
Παύουν τά χείλη τῶν ἀνθρώπων νά λαλοῦν «ἄδικα φράγματα».
Τά ἱερά ἄσματα φωταγωγοῦν νοητά ἅλματα τῆς γλώσσας, ὄχι στή χρηστική ἐπιφάνεια,
ἀλλά στό ὀντολογικό βάθος τῆς ὕπαρξης πού ἐκ Θεοῦ ἔχει κληθεῖ νά ὀνομάσει ἐν ἀληθεία τόν κόσμο.
« Ἑλληνισμός, ἑλληνικότητα, ἑλληνική συνείδηση, Ἑλλάδα χωρίς ἑλληνική γλώσσα
δέν μποροῦν νά ὑπάρξουν μέ οὐσιαστικό, ἄμεσο καί ἀποτελεσματικό τρόπο.
Ἡ διαφοροποίηση κάθε γλώσσας συνδέεται, σέ μεγάλο βαθμό, μέ τήν ἱστορία καί τήν πνευματική καλλιέργεια κάθε λαοῦ...
Οἱ γλώσσες διαφέρουν ριζικά μεταξύ τους. Ὄχι ὡς δηλωτικά συστήματα, ἀλλά ὡς πολιτισμικά μορφώματα.
Στήν ἱστορική πορεία τοῦ Ἑλληνισμοῦ εἶναι ἀξιοθαύμαστο νά βλέπει κανείς
πόσο ἡ ἑλληνική γλώσσα ὑπῆρξε πάντα χαρακτηριστικό συστατικό τῆς ἰδιοπροσωπίας τοῦἝλληνα.
Οἱ ἀγράμματοι, κατά τά ἄλλα, καλόγεροι τῶν βυζαντινῶν μοναστηριῶν, παρά τήν εὐνόητη ἀπέχθειά τους πρός κάθετι τό εἰδωλολατρικό,
διέσωσαν ἐντούτοις καί διατήρησαν γιά πάντα, ἀντιγράφοντάς τα μέ πολύν μόχθο, τά κείμενα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας,
τά ὁποῖα αἰσθάνονταν πώς συνέχιζε ἡ συγκαιρινή τους γλώσσα, συνδέοντας συγχρόνως τόν βυζαντινό μέ τόν ἀρχαῖο -ἔστω καί εἰδωλολατρικό- Ἑλληνισμό.
Κι ὅταν στά σκοτεινά χρόνια τῆς τουρκικῆς κυριαρχίας, ὁ καλόγερος πάλι
ἤ ὁ ἱερέας δίδασκε στό κρυφό σχολειό τήν ἑλληνική γλώσσα μέσα ἀπό τό κείμενο τοῦ Εὐαγγελίου,
γνώριζε καλά πώς πάνω στήν ἑλληνική γλώσσσα, ὅπως προβάλλει μέσα ἀπό τό πέρασμα τοῦ χρόνου,
πατᾶνε γερά καί τά δύο, ἑλληνική καί ὀρθόδοξη παιδεία, ἑλληνική καί ὀρθόδοξη παράδοση, ἑλληνική καί ὀρθόδοξη συνείδηση.» ( Γ. Μπαμπινιώτης)

Τό νεοελληνικό κράτος ἐξόρισε ἀπό τήν παιδεία φιλοσοφία καί φιλοκαλία
καί κούφωσε τούς πολίτες ἀπό ὅτι συνιστοῦσε τήν ἀναστάσιμη δόξα τοῦ ἔθνους μας.
Ἀφαίρεσε τούς «μελιρρύτους ποταμούς» «ὑδάτων ψυχοτρόφων».
Ἡ γλώσσα ἐξυπηρετεῖ πιά μιά ἔρπουσα βιοτική συνθήκη.
Ἡ ἀφαίμαξη τῆς γλώσσας ἀπό τήν ἀποθησαυρισμένη σοφία, εἶναι μιά συνθήκη λήθης πού ἀντικαταστᾶ τά πρόσωπα μέ νούμερα
καί ἐξυπηρετεῖ δόλιες καί ἀνθρωποκτόνες κερδοφορίες .
«Τέτοιες λέξεις: Τέτοιες ψυχές» γράφει ὁ ποιητής Γ. Θέμελης γιά νά συνειδητοποιήσουμε πώς ἀδειάζοντας τή γλώσσα, ἀδειάζουμε τό εἶναι μας.
Ὡς σέ κρυφά σχολειά, οἱ «σημαντόρες» ἄνεμοι τῆς Κυριακῆς ἐπιμένουν μέ τά γλωσσικά ἀντίδοτα τῆς ὑμνογραφίας σέ μιά «ἄσκηση φιλαληθείας».
Σέ μιά ἑλληνική πού δέν εἶναι ἁπλῶς γλώσσα ἀλλά λόγος, δηλαδή «ἐπιούσιος» τρόπος βίου.
Ἑλληνικά μέ πρωταρχική κίνηση στό ἀλφάβητό τους τό ἄναμα τοῦ κεριοῦ, καί τόν ἡσυχασμό τῆς ὕπαρξης ἀπό τίς βιοτικές μέριμνες.
Ἑλληνικά πού ὡς ἀγωγός χάριτος ἀνάγουν μέ ποιητικό τρόπο τίς ἀντιθέσεις σέ βαθύτερες συνθέσεις
μέσα ἀπό ἕνα πλούσιο ἐξεικονιστικό πλαίσιο, μέ συνηχήσεις καί ἐπαναλήψεις συντακτικῶν δομῶν, μέ συμμετρία νοημάτων καί λογικῶν σχημάτων,
μέ λόγο πού δέν ἐξαντλεῖται μόνο στή γλώσσα, ἀλλά ἀγκαλιάζει τήν ἀρχιτεκτονική δομή, τά ἄμφια, τά ἱερά σκεύη, τό τυπικό,
προσδίδοντας στό κάθε τι ἀναγωγικό δυναμισμό λόγου πρός τόν Θεό-Λόγο.
Αὐτήν τήν ἀναγωγική ἐνηλικίωση χρειάζεται νά ἐπανακτήσει καί ὁ λόγος τῆς ζωῆς μας
ὥστε νά ἐπανακτήσει καί ὁ γλωσσικός παλμός τή δυνατότητα νά μεταφέρει τό πνευματικό ὁξυγόνο σέ κάθε κύτταρο τῆς ὕπαρξης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου