.

.

Πέμπτη 23 Μαΐου 2019

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ  Η ΠΟΙΗΣΗ ΩΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ


ΑΘΗΝΙΩΤΗ-ΠΑΠΑΔΑΚΗ ΚΑΤΕΡΙΝΑ

Δέν εἶναι ἡ ἀναζήτηση τῆς ποίησης, οὔτε ἡ ἀναζήτηση τῆς τέχνης πού σέ σπρώχνουν νά προσεγγίσεις τόν ποιητή ἤ τήν ποίηση. Εἶναι ἡ φλογερή ζέση τῆς ὕπαρξης, ἡ ἀναζήτηση τῆς ταυτότητάς σου ὡς ἀνθρώπινο ὄν μέσα στό κοσμικό καί μυστηριακό γίγνεσθαι τοῦ σύμπαντος. Εἶναι τό μυστήριο τοῦ λόγου πού ὅταν ἀληθεύει ἀποδίδει «τό τιμιότατον» -κατά τόν Κόντογλου-, δηλαδή τό βαθύτερο ἦθος τῆς πορείας ἑνός ὁλόκληρου λαοῦ καί τό βαθύτερο φῶς τῆς ὑπαρξιακῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ ὑπερρεαλισμός στόν Ὁδυσέα Ἐλύτη ἦταν τό ἐργαλεῑο πού πυροδοτημένο ἀπό τή δυναμική τῆς ποιητικῆς του ἐνόρασης, θέλησε νά μᾶς περάσει ἀπό τόν Ἅδη μιᾶς ἀρτηριοσκληρωτικῆς ἐγκεφαλικῆς λογικότητας στήν παραδείσια καλοσύνη  μιᾶς ἀγγελικῆς ἀντίληψης καί ἐγρήγορσης, ἤ ὅπως τό ἐκφράζει ὁ Διονύσιος Σολωμός «στήν θύρα τήν ὁλόχρυση τῆς παντοδυναμίας», στόν χῶρο δηλαδή ὅπου τό θαῦμα καί τό αἴσθημα ἐξαγιασμένα συμβασιλεύουν, συλειτουργοῦν καί μετουσιώνουν τόν «κόσμο τόν μικρό καί μέγα» στό «ἄξιον ἐστί» τῆς μεγαλοσύνης του. 
Τό Αἰγαῖο εἶναι τό σκηνικό ὅπου τό ἀχώρητο φῶς παίρνει σῶμα καί λειτουργία διττή. Εἶναι ταυτόχρονα ὅραση καί ἐνόραση, ὕλη καί πνεῦμα ἤ ὅπως τό θέλει ὁ ποιητής «ἡ Ἑλλάδα πού μέ σιγουριά πατάει στή θάλασσα». Ὅ,τι πλαισιώνει τό Αἶγαῖο καί ὅ,τι πλαισιώνεται ἀπό τό φῶς του ἀποκτᾶ ἀναστάσιμο σῶμα ποίησης, προκειμένου νά λυθεῖ ὁ γόρδιος δεσμός τοῦ ὁρατοῦ, ἡ «συλλαβική γραφή τῶν κυμάτων» πού δέν ἀποκωδικοποιήθηκε  ἀπό τόν ὀρθολογισμό διότι δέν διέθετε μετάνοια για  «ν’ ἀναγνώσει  Παράδεισο», μά οὔτε ἀνοιχτοσύνη καρδιᾶς γιά νά ἐνσκύψει θεραπευτικά  στήν   πολύπαθη «μοίρα τῶν ἀθώων». 
Ἡ μεγάλη στιγμή στήν ποίηση τοῦ Ἐλύτη, δηλαδή ἡ μετάβαση ἀπό τό «ἐγώ στό ἐμεῖς» (Μακρυγιάννης) βγαίνει μέσα ἀπό τή φωτιά τοῦ πολέμου, τότε που σηκώνει στούς ὤμους του ὡς «ἄκαυτη βάτο» τή μνήμη τῆς πορείας ἑνός λαοῦ πού «πάντα πάντα περνᾶ τή φωτιά γιά νά φτάσει τή λάμψη». Ἡ Ἑλλάδα δέν εἶναι ἡ «κατεψυγμένη ἀλήθεια τῆς Δύσης» ἀλλά ὁ χῶρος πού τό «δράμα τοῦ φωτός» ἐξελίσσεται. Ἠ γλώσσα του πηγάζει ἀπό «τῶν Ἑλλήνων τά ἱερά» (Σολωμός) καί ὄχι ἀπό «τά ἑλληνικά τῆς πίκρας» μιᾶς τεχνοκρατικά εὐνουχισμένης ἀντίληψης καί παιδείας. Ἡ γλώσσα του δηλώνει, ἀποκαλύπτει, ἐξακοντίζει μέ τρόπο λιτό, ἀκριβή καί εὔστοχο τόν φωτοτροπισμό τῆς ἱστορίας ἤ τήν ἱστορία τοῦ φωτοτροπισμοῦ.
 Τό ὁρατό φάσμα γίνεται τό μυσταγωγικό του ἀλφάβητο. Τό αἷμα τῆς ποίησης ἀναζωογονεῖται μέ κάτι πολύ δυνατό πού εἶναι ὁ συγκερασμός τῆς εὐτυχίας τοῦ φωτός μέ τό δράμα τοῦ βίου πού ἐξωθεῖ τόν ἄνθρωπο ὡς τά ἔσχατα ὅρια , ἐκεῖ πού «τήν τελευταῖα λέξη δέν τήν ἔχει ὁ θάνατος ἀλλά ἡ ποίηση». Ἡ ποίηση ὡς ἀέρας δυνατός, ὡς «ἡ ἀθανασία πού ὡς φαίνεται  ἦρθε». Κάθε μεταφορά ἀποτελεῖ κυριολεξία ζωῆς, δηλαδή οὐσία λειτουργική καί ἀέναα δοκιμαζόμενη καί ἀνοιγώμενη  «στά μέτρα τῆς καρδιᾶς» που διαστέλλεται γιά νά χωρέσει τήν εὐλογοφάνεια τοῦ θαύματος. Κάθε φορά  πού ὁ ποιητής «ἀπελπίζει τό θάνατο», κάθε φορά πού τολμᾶ «ἄλμα πιό γρήγορο ἀπό τή φθορά», πού μέ «εὐπιστία μπαίνει στά μέλλοντα», κάθε πού «ζώντας ἀφαιρεῖ τοῦ θανάτου», δίνει μαρτυρία γιά τήν ἀθάνατη φύση μας καί δοξολογικά μᾶς περνᾶ ἐκεῖ ὅπου «κράτος καί ἐξουσία ἔχει ἡ Ἄνοιξη».
Τό πέρασμα τοῦ ποιητή μᾶς μετουσιώνει, δέν μποροῦμε ποτέ πιά νά εἴμαστε οἱ ἴδιοι. Μᾶς κόβεται ἡ ἀνάσα καθώς χρεωνόμαστε τήν ἀναπαρθένευση τῶν πραγμάτων. Ἀλλά δέν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος. Μιά ἰσχυρή πρόκληση-πρόσκληση ὑπομνηματίζει τό εἶναι μας. «Ὅλα μένουν. Ἐγώ φεύγω. Ἐσεῖς νά δοῦμε τώρα», λέγει κρούοντας ἐνηλικίωση συνείδησης πού ἐπιθυμεῖ νά ξεπερνᾶ τή δική του...

                                      ------------------------------------------------------------

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου