Χρόνους πολλούς μοῦ πῆρε νά συνειδητοποιήσω τί ἦταν αὐτό πού μέ μάγευε
στή γραφή τοῦ Παπαδιαμάντη. Ἦταν ἡ γλῶσσα ἡ μελίρρυτος τοῦ
κυρ-Ἀλέξανδρου, μήπως τό μεταγγιζόμενο ἦθος, τά τεταπεινωμένα πρόσωπα ἤ ἡ
μετάβασή μου σέ χρόνους καί τόπους ἀλλοτινούς;
Τό «φῶς» του «’ενῶ ἐφαίνετο ἐκεῖ ἀκίνητον, ὡς καρφωμένον…ἐμακρύνετο, ἐφαίνετο ἀπώτερον ὁλοέν». Κι ἔνιωσα ἔτσι μέσα στά
γεγονότα καί τήν ἀναπνοή τοῦ μυστήριου ταυτόχρονα.Μιά νηπτική κίνηση στή λεπτομέρεια τῆς περιγραφῆς, μιά ἱερή μυστική ἀλληλοπεριχώρηση τοῦ φυσικοῦ καί τοῦ θείου καί ἀνεπαίσθητα ἡ ψυχή διαποτίζεται ἀπό τό μυστήριο. Ὅλα εἶναι ἤδη σωσμένα ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ἔκβασή τους, «ἐκεῖ πού ἐξακολουθοῦν νά παλιώνουν τά πράγματα, παραμένει ὅμως καινούργιος ὁ Θεός∙ καί φυσικά οἱ λέξεις πού τόν ἐκφράζουν…Ὅλα παίρνουν τό χαρακτήρα τοῦ μυστηρίου καί τῶν ὑπερφυσικῶν γεγονότων, χωρίς σχεδόν, νά διαταράσσεται ἡ τρέχουσα καθημερινή φύση τῶν πραγμάτων.»(Ἐλύτης)
Ἡ Παπαδιαμαντική γραφή μεταφέρει μέ φυσικό τρόπο καί τό μυστήριο. Μιά μεθεκτική σημαίνουσα ροή διαστέλλει τήν ἀντίληψη. Τίποτα δέν ὑφίσταται πιά ἀντικείμενο. Στά χρόνια μας ἀπουσιάζει ἐντελῶς ἡ ἀγωγή γιά τό μυστήριο. Ἔλλειμμα μυσταγωγίας χαρακτηρίζει τό βίο μας. Γιά τόν κυρ-Ἀλέξανδρο ἀναπνοή τῶν προσώπων καί τῶν πραγμάτων εἶναι ἡ αὔρα τοῦ μυστηρίου τους. Ἡ ἰδιαίτερη κλήση τους μέσα στό πανδέγμων φῶς τοῦ Θεοῦ.
Ἀποκαλύπτει ὁ κυρ-Ἀλέξανδρος μιά κεκρυμμένη ἁγιότητα ἀκόμη καί στήν ἐλάχιστη κίνηση καί στήν ἐλάχιστη παρουσία. Φωτίζει τήν ἁγιότητα τῆς τεταπεινωμένης καθημερινότητας, τήν ἁγιότητα τῆς στέρησης καί τῆς ἐγκαρτέρησης, ἀλλά καί τήν ἁγιότητα μέ τήν ὁποία συνομιλεῖ καί παραστέκει στόν ἄνθρωπο ἡ κτίση.
Καταφέρνει νά ἀποδώσει, μέ τήν γραφίδα του, τήν κεκρυμμένη θεολογία τῆς καθημερινότητας, τήν καθαγιαστική θεολογία τῆς παραίτησης καί τῆς ἔσχατης ὁλιγάρκειας. «χωρίς ἀγαθά ὑλικά ὁ χῶρος ὁ ἀνθρώπινος ἤτανε τόσο ἀδειανός, πού τό θαῦμα χωροῦσε πιό εὔκολα»(Ἐλύτης). Τό ἐλάχιστο ἀναδεικνύεται ὡς χέρι Θεοῦ διά νά μήν καταποντιστεῖ ἡ ὕπαρξη ἀπό τούς ἀπειλητικούς κυματισμούς ἑνός χωροχρονικοῦ ἀρραβώνος.
Ἡ γλώσσα του εἶναι ἦχος γλυκύς μειλίχιος, σάν τό νάϊ τοῦ περιπλανώμενου, ἀνέστιου δερβίση, πού παρά δύο τελείες γίνεται τό Ναί τοῦ Χριστοῦ , τό Ναί τό φιλάνθρωπον, τό πράον. Ταυτόχρονα ὅμως ραγίζει τήν ἀρτηριοσκλήρυνση τοῦ καταπετάσματος τῆς συνειδήσεώς μας, γιατί εἶναι ὁ ἦχος ὁ καθαρός, ὁ ἦχος ὁ σημαίνον τή βαθύτερη ἀποστολή και πορεία τοῦ κόσμου, τήν ἀδιάσπαστη συνοχή καί συνέχειά του μέ τά φυσικά καί τά θεϊκά στοιχεία.
Ὁ νοῦς τοῦ Παπαδιαμάντη εἶναι νοῦς νήψης. Ὅλα τά βουτᾶ στήν κολυμπήθρα ἑνός μυστηρίου πού λειτουργεῖ ὡς ἐπίσκεψη Θεοῦ στήν ἀγωνία τοῦ βίου. Ὁ βίαιος ἄνεμος καί ὁ γαληνός γιαλός εἶναι τόποι πού ὡριμάζουν τίς κινήσεις τῆς ψυχῆς καί ἐπανασυνάπτουν καθετί χωροχρονικό στήν αἰώνια πηγή του. Τά πάθια καί οἱ καημοί τέλος δέν ἔχουν. Τέλος ὅμως δέν ἔχει καί τό ἔδαφος τοῦ Θεοῦ στό δάκρυ μας. Τό Ἀνάστα ὁ Θεός λειτουργεῖ ἀγαπητικά στή μυστική λεπτομέρεια πού δεν πρέπει νά μᾶς διαφεύγει.
Ἡ στέρηση, ἡ ἐγκαρτέρηση, ἡ κακοπάθεια παράγουν φιλανθρωπία καί δικαιοσύνη ἐσχατολογική. Δικαιοσύνη ἐσχατολογική καθῶς κάθε πράξη ἔχει ἤδη μέσα της τόν Θεό ἤ τόν δαίμονα. Ὁ βίος ἀτενίζεται, παρακολουθεῖται ἀπό τό τέλος τῆς θείας καθολικότητας. Ἕνα μύρο λανθάνουσας ἁγιότητας ἀκολουθεῖ τήν κάθε μας κίνηση.
Ἡ γραφή του ἔχει σῶμα μακροθυμίας. Εἶναι εὐέλπιδο ἀνοιχτό μπουγάζι ἀπό τα ἔσχατα. Καί ὑποστασιάζεται ὡς ἑνότητα. Ὅλα εἰς τό μεθεκτικό Ἕν τοῦ Θεοῦ, ὅλα σέ σχέση καί κοινωνία, συνοδοιποροῦν τραβώντας μας ἔξω ἀπό τίς εἰδωλικές συμπληγάδες τῆς ἐπιφάνειας. «Ἡ αἰσθητική του εἶναι…μιά ἠθική… ὁ τόνος πρός τό θεῖο…μέ μιά κίνηση σχεδόν ἱερατική, μ᾽ ἕναν ρυθμό χοροῦ τραγωδίας ,μόλις αἰσθητόν, ἀλλ᾿ ἀρκετόν γιά νά ὑποβάλλει τή βαθύτερη …τήν ἀληθινή φύση τοῦ κόσμου» (Ἐλύτης).
Εἶναι παραδείσια ἐρωτικός, σῶμα πού φορᾶ ἀκόμα τό ἄφθαρτον φῶς του καί μέ αὐτό ἐρωτεύεται τά πάντα. Ὅλα τά προσοικειώνεται ἔτσι πού νά ἁγιάζονται. Ἔρως-θέρος ἀλλά καί ἔρως-ἥρως. Ἔρως-ἱερουργός, « τό φορτίον τό εὔγκαλον», ἀνακούφιση καί ἀναψυχή, ὁ ἑαυτός ὁ ἐλαφρότερος, ὁ μεθεκτικά διαπερατός. Ὄχι πρός τό ἐπιθυμῆσαι ἡ κίνηση, ἀλλά πρός τό ἀγαπῆσαι πλήρως καί ἀνιδιοτελῶς.
«Τάχα ἡ μοναδική ἐκείνη ἀνάμνησις τῆς λουομένης κόρης , μ᾽ ἔκανε νά μή γίνω κληρικός; Φεῦ! ἀκριβῶς ἡ ἀνάμνησις ἐκείνη ἔπρεπε νά μέ κάμῃ νά γίνω μοναχός» (Ὄνειρο στό κῦμα) .
«…σέ τελική κατάληξη …προσγειώνεται στό ἔδαφός του, γιά νά ψάλλει τραγούδια τοῦ ἔρωτα, κάποιος ἄγγελος Κυρίου. Τραγούδια τοῦ ἔρωτα ὁ ἄγγελος; Ναί, ἄν θέλουμε ν᾿ ἀκριβολογήσουμε. Αὐτή εἶναι ἡ ταυτότητα τοῦ Παπαδιαμάντη» (Ἐλύτης).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου