.

.

Παρασκευή 12 Ιανουαρίου 2018

Ἡ ἐκλέπτυνση τοῦ νοήματος

Τῆς Κατερίνας Ἀθηνιώτη-Παπαδάκη


“Δός μοι λόγον, Λόγε, μὴ σιγῶν παρέλθῃς με”

Ξύπνησαν ἀναποδιασμένα τὰ φυτὰ καὶ ἀπόφαση πῆραν νὰ πάψουν πιὰ νὰ ἀσχολοῦνται μὲ τὸν ἥλιο.
«Πάντα ἀπόμακρος, ἀκατάληπτος ἀπ’ τὴν ἀγάπη μας, μιὰ λάμπει γιὰ μᾶς καὶ μιὰ μᾶς κρύβεται.
 Καὶ κάθε ποὺ βαθαίνει σὰν ἔρωτας ξυπνώντας ὅλες τὶς φλέβες τ’ οὐρανοῦ, ἐξαφανίζεται.»
Ἔτσι μίλησαν τὰ φυτὰ καὶ ἀπόφαση πῆραν νὰ πάψουν νὰ φωτοσυνθέτουν.
Καὶ συνήθισαν σιγὰ-σιγὰ σὲ μιὰ ζωὴ ὑποτονικὴ μὲ χαμηλὴ σύνθεση γλυκόζης
 ποὺ δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ ὑποστηρίξει οὔτε τὴ δική τους ζωή, οὔτε κανένα ἄλλο εἶδος ζωῆς στὸν πλανήτη.
«Ἡ κρίση ὀφείλεται σὲ λαθεμένη διαχείρηση» εἶπαν. Ἀλλὰ εἶχαν ἄδικο.
Ἡ κρίση εἶχε αἰτία τὴ λαθεμένη ἀναπνοή τους. Μιὰ ἀναπνοὴ χωρὶς γλυκασμὸ πού ἀποτελοῦσε ἐστία πικρίας γιά ὅλο τόν  κόσμο.
 Γίνονται αὐτά; Θὰ ἀναρωτηθεῖ κανείς. Γίνονται, ἀλλὰ ὄχι μὲ τὰ φυτά.
 Δὲν εἶναι ὅτι δὲν δημιουργήθηκαν ἐν ἐλευθερίᾳ, ἀλλὰ μᾶλλον τὸ γεγονὸς
 ὅτι ἡ δική τους ἐλευθερία δὲν ἐξέπεσε ποτὲ τοῦ Παραδείσου.
Πῶς θὰ μποροῦσε ἄλλωστε νὰ δημιουργήσει κάτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δίχως ἐλευθερία;
Αὐτὰ συμβαίνουν μὲ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀλλάζει τὴν ἐλευθερία τῆς χάριτος μὲ τὴν ἐλευθερία τῆς χρήσεως.
Ἀποφάσισε λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος νὰ πάψει ν’ ἀσχολεῖται μὲ τὸ φῶς. Καὶ ἔγιναν θνητοὶ οἱ χρόνοι του γιατὶ δὲν φωτοσυνθέτει.
Καὶ ἔχει χαθεῖ ἀπὸ τότε μέσα σὲ ἔννοιες ἑνὸς νοῦ παχύσαρκου ποὺ ἔχει ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὴ λεπτὴ φύση τοῦ θείου φωτισμοῦ.
Κι ἐνῶ ἀναζητᾶ πάντα  ἕνα νόημα ἀστοχεῖ συνεχῶς, γιατὶ γατζώνεται  σ’ἕνα νόημα ποὺ εἶναι κι αὐτό παχύσαρκο,
 ἐπειδή πηγάζει ἀπὸ τὴ σκέψη καὶ τὴ σπουδή του καὶ ὄχι ἀπὸ τὸν ἡσυχασμὸ καὶ τὴν παράδοσή του.
Ἀξιώθηκε ὁ προφήτης Ἠλίας νά δεῖ τόν Θεό.  Kαί δὲν ἦταν ὁ Θεὸς οὔτε στόν βίαιο ἄνεμο,
 οὔτε στὸ σεισμό, οὔτε στὴ φωτιὰ ἀλλὰ στὴν αὔρα. «Αὔρα πραεῖα ὑπέδειξε, καὶ λεπτοτάτη Κύριον σοὶ Ἠλιού».
Αὐτὴ τὴ λεπτοτάτη αὔρα ἀδυνατεῖ νὰ συλλάβει ὁ ἄνθρωπος. Ἀδυνατεῖ νὰ συλλάβει τὴν πνοὴ τοῦ Θεοῦ στὴν ἀναπνοή του.
 Καὶ γίνεται εἰδωλική ἡ ἀντιληψή του καί παγιδεύεται στά χρησιμοθηρικά καί χρηματοθηρικά ξόανα τοῦ ὀρθολογισμοῦ του.
Καὶ μὴ νοώντας τί κάνει καταλήγει νὰ συντάσσεται, τελικά, μὲ τοὺς σταυρωτὲς τῆς θείας φύσης του.
 Χαμένοι σὲ πολυδαίδαλους λαβύρινθους ὀρθολογισμοῦ, πιασμένοι στὸ ἀγκίστρι τῆς λογικῆς, στὴν καλύτερη περίπτωση,
  σπαρταρᾶμε ἀποζητώντας ἕνα νόημα ὡς διέξοδο ἀπὸ τὴν τραγικότητα τοῦ βίου.
Ὡστόσο ἡ τραγικότητα ἐνεδρεύει στὸ βίο ἐξ αἰτίας τοῦ λαθεμένου τρόπου τῆς ἀναπνοῆς μας.
«Ὡς ἀναπνοὴ θὰ πρέπει νὰ ἐννοήσετε τὴν πνευματικότητα» μᾶς λέγει ὁ Ν.Γ. Πεντζίκης.
 Ψάχνουμε τὸ νόημα ἔξω μὲ τὴ λογικὴ καὶ ὄχι μέσα μὲ τὴ χάρη: Δὲν τὸ ἀναζητοῦμε στὰ ἐνδότερα τῆς κατὰ Θεόν κλήσης μας.
 Και γινόμαστε τραγικοὶ, γιατὶ ἀδυνατοῦμε νὰ συντονιστοῦμε μὲ αὐτὸ ποὺ μᾶς ἔχει δοθεῖ ἐξ ἀρχῆς
 καὶ ἀποτελεῖ τὸ καθοριστικὸ στοιχεῖο τῆς φύσεώς μας: Τὴ ζῶσα πνοὴ τοῦ Θεοῦ στὴν πνοή μας.
Ἴσως μὲ τὸν  ἀπινυδωτή τοῦ νοήματος νὰ ξαναπάρει μπροστὰ ἡ καρδιά,
ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀναπνεύσουμε ξανὰ χρειάζεται νὰ νιώσουμε τὴν εὐωδία τῶν ἐσχάτων  στὰ σπλάχνα μας.
 Τὴν θεία πνοὴ ποὺ μᾶς ἐνοικεῖ ὡς ὕλη λεπτὴ καὶ ζέει στὸ νοῦ ὡς νόημα τὴν παρρησία τῆς  Ἁγίας Τριάδος στὴν παρουσία μας.
Τὸ νόημα δὲν εἶναι σύλληψη ἰδεολογίας ἀλλὰ θεία διακονία τοῦ κόσμου.
 Δὲν εἶναι οἱ  λέξεις ἀλλὰ οἱ ἕξεις καί οἱ ἔλξειςτοῦ Παραδείσου ποὺ  γεννοῦν τὸ νόημα.
 Πίσω ἀπό αὐτό ὑπάρχει  μιὰ καταλλαγὴ ἀπολύτρωσης, ἕνας ἡσυχαστικός γλυκασμός, ἀπὸ τὴν παράδοση στὴν κατὰ Θεὸν κλήση μας.
 Ἕνας τόπος καί τρόπος λεπτὸς ὅπου τὸ νόημα  ἀνατέλλει ὡς μεθεκτικὴ λειτουργία, ὡς ἑορτὴ ἑορτῶν καὶ πανήγυρις πανηγύρεων.
Ὡς χαρὰ τῆς χαρᾶς μας. Ὡς ἀνατολὴ ἀνατολῶν καὶ  ἐπίσκεψη χάριτος.
Αὐτὸ τὸ λεπτὸ σῶμα τοῦ νοήματος εἶναι τὸ ἀναστάσιμο σῶμα μας. Εἶναι ὁ χῶρος ὅπου δὲν ἔχει ἐξουσία καμμία ὁ θάνατος.
Ἐδῶ πεθαίνουμε ὡς πρὸς  τὶς ἀξίες τοῦ κόσμου γιὰ νὰ μὴν πεθάνουμε ποτέ.
 Τὸ νόημα μαρτυράει μετοχὴ σ’ ἕναν συγκεκριμένο τρόπο ὕπαρξης ποὺ ὁδεύει ἀπὸ τὸ κατ’ εἰκόνα στὸ καθ’ ὁμοίωση.
 Στὴν πραγματικότητα γίνεται τρόπος ἀναπνοῆς. Δὲν μπορεῖς πιὰ νὰ ἀνασάνεις δίχως τὴ θεία πνοὴ στὴν πνοή σου.
Δὲν εἶσαι ἐδῶ γιὰ νὰ κάνεις κάτι, εἶσαι γιὰ νὰ γίνεις ἐσὺ αὐτὸ τὸ κάτι.
Νὰ βρεῖς τὴν ἀσκητικὴ τῆς ἐλευθερίας σου γιὰ νὰ ὑποστασιάσεις τὸ κομμάτι τῆς αἰωνιότητας ποὺ ἀπουσιάζει. Καὶ πάλι ἔχει ὁ Θεός.
Τὸ λεπτὸ σῶμα τοῦ νοήματος εἶναι ἡ προσευχητικὴ ἐγρήγορση τῆς ὕπαρξης.
Δὲν πηγάζει ἀπὸ τὴ σκέψη ἢ τὶς ἀνάγκες της, ἀλλὰ ἀπὸ τόν ἡσυχασμό  καὶ τὸ βαθὺ φωτισμό της.
Εἶναι ἡ βασιλεύουσα Πόλη, ἡ Ἁγιὰ-Σοφιὰ ὄχι ὡς χῶρος ἀλλὰ ὡς  μορφὴ κοινωνίας.
Ἡ τοῦ Θεοῦ κατερχόμενη σοφία ποὺ φωτίζει τὴν ὕπαρξη.
Αὐτὸ τὸ νόημα μᾶς συναρπάζει καὶ μᾶς ἀνακαλεῖ ἐν ἀληθείᾳ. Δὲν πρόκειται πιὰ γιὰ νοησιαρχία ἀλλὰ γιὰ μυσταγωγία.
Τὸ νόημα γίνεται θύρα εἰσόδου στὸ ἱερὸ τῆς ζωῆς. Εἶναι ἡ ἀπάντηση τῆς εὐσπλαχνίας τοῦ Θεοῦ στὴν τραγικότητα τῆς ἀποτυχίας μας.
 Ἡ εὐδοκία τοῦ προσώπου μας μέσα στὸ καθολικὸ προσωπο τοῦ σύμπαντος κόσμου.
 Ἂν μπορούσαμε νὰ δοῦμε τὴ λεπτὴ φύση τῶν ὄντων, τὴ μυστικὴ ἀναπνοὴ τῶν πραγμάτων,
 τὸν πανταχοῦ παρόντα Ἐμμανουήλ, ἂχ ἂν μπορούσαμε νὰ μὴν αἰχμαλωτιζόμασταν στὸ ὁρατὸ σῶμα τῶν πραγμάτων
ἀλλὰ νὰ βιώναμε τὴ μυστικὴ ἀλληλοπεριχώρηση ὁρατοῦ καὶ ἀοράτου στὸ καθετί,
 ἂν μπορούσαμε νὰ συλλάβουμε τὸν Θεὸ Λόγο ποὺ βηματίζει μέσα ἀπὸ το κάθε τί γιὰ νὰ μᾶς συναντήσει,
 ἂν ἀξιωνόμασταν αὐτὴ τὴν ἀντάμωση σὲ κάθε ἀναβαθμὸ τῆς ἀναπνοῆς μας τότε ἡ ἁγιότητα ἁπλὰ θὰ μᾶς προέκυπτε ὡς  φυσική κίνηση.
 Θὰ βρίσκαμε ἐκείνη τὴ συστολὴ τὴν Παραδείσια ποὺ θὰ μᾶς μετουσίωνε ἀπὸ ἀνταγωνιστικὲς ὑπάρξεις σὲ ἀγαπητικὲς ὑποστάσεις.
Θὰ ὑπήρχαμε μέσα σ’ ὅλα τὰ πράγματα, κι ὅλα τὰ πράγματα θὰ ὑπῆρχαν ἐντός μας.
 Μιὰ βαθύστοργη ἑνότητα θὰ κατέλυε τὴν διαβολὴ τῆς  ἀντικειμενοποίησής μας.
Ὅταν ὑπάρχουμε ἀληθινὰ ὑπάρχουμε σὲ ἑνότητα. Ἑνότητα μὲ τὴν κτίση, τὸν Θεό, τὸν συνάνθρωπο.
Τὰ ὀργανικὰ κύτταρά μας λειτουργοῦν σὲ ἀδιάσπαστη ἑνότητα μὲ τὴν ἀόρατη ψυχή μας.
Καί ἡ ψυχή μας διψᾶ τήν ἱερή καθολικότητα πού θά τήν κάνει νά μήν ξαναδιψάσει ποτέ.
«Ἵνα πάντες ἕν ὦσι, καθώς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοί κἀγώ ἐν σοί, ἵνα καί αὐτοί ἐν ἡμῖν ἕν ὦσιν»(ΚΑΤΑ ΙΩΑΝ. ΚΕΦ. 17-21).
 Καὶ δὲν θὰ ἀποζητούσαμε πιὰ τὸ νὀημα. Θὰ ἀναγνωρίζαμε τὸ ἔσχατο νόημα.
Τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ στὸ πρόσωπο τοῦ πιὸ ἀληθινοῦ ἑαυτοῦ μας.

ΥΓ. Τό κείμενο δημοσιεύτηκε στό περιοδικό "ΠΕΙΡΑΪΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ" τεῦχος Ἰανουαρίου 2018


ΤΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΕΙΡΗΝΗΣ



Δός μοι Κύριε τήν ἀρχοντιά τῆς εἰρήνης Σου
τήν ἡσύχιον χαρά τῆς καθολικότητάς Σου.

 Σάν προπέλες οἱ δοκιμές μετουσιώνουν τά σκοτεινά τῆς ὕπαρξης βάθη σέ οὐρανόστηθη ρότα.
 Ἐν πλῷ, λοιπόν, μέ πανιά τῆς ψυχῆς ἀνοιχτά.
Ἡ ὄντως εἰρήνη δέν εἶναι ἀπουσία ταραχῶν, δοκιμασιῶν, πολέμων.
 «Στήν ἀθωότητα τοῦ Θεοῦ δέν ὐπάρχει τραγικότητα. Ἡ τραγωδία εἶναι στό βίο τῶν ἀνθρώπων
πού τό βλέμμα τους δέν ξεπέρασε ποτέ τά ἀνθρώπινα ὅρια» ( Γερ. Σωφρόνιος).
 Κάθε τραγικότητα τοῦ βίου ὀφείλεται στήν ὀντολογική ἀστοχία μας.
Ἁμαρτία εἶναι ἡ ἐμπόλεμη ὡς πρός τήν ἀλήθεια σύρραξη τῆς πτωτικῆς μας συνείδησης.

Εἰρήνη εἶναι ὁ θεῖος καιρός πρίν τόν ἔκπτωτο χρόνο μας.
Εἶμαι ἕνα σκοτάδι πού νιώθοντας τήν ἀφή τοῦ Θεοῦ ἀνάβει.
Ἀναμερίζει, τότε, ἡ  παχυλότητα τοῦ χρόνου καί μιά μεθεκτική αὔρα τυλίγει σά βρέφη ὅλα τά πράγματα.
 Εἶναι σά νά βλέπεις γιά πρώτη φορά. Ἱερή δόξα τῆς ὅρασης.
 Κοιτᾶς ὄχι μέ τά μάτια ἀλλά μέ τήν αἴσθηση τοῦ Θεοῦ στήν καρδιά. Ὁ πανταχοῦ ἀναστάσιμος ἄνεμος κερδίζει τήν ἀναπνοή σου.
 Τίποτα δέν εἶναι φθαρτό πιά. Νιώθεις σέ κάθε τι τήν ἄυλη δόξα του.
Ἡ εἰρήνη μπολιάζει τόν χρόνο ἀθανασία. Ἡ εἰρήνη γίνεται εἴσοδος στήν καθολικότητα τῆς θείας μακαριότητας.
 Ὅταν ἐπιστρέφεις στόν χρόνο, ὁ χρόνος σέ σέβεται.
 Οἱ ἐναντιότητες ἀναγνωρίζουν τόν Κύριο τῆς εἰρήνης σου καί σαστίζουν
 καθώς σέ βλέπουν ἐλαχιστότατο, σέ μιά μηδενική πιά συχνότητα πού δέν μποροῦν νά ἀγγίξουν.

Ὁ χρόνος γίνεται βαθύς, ἀτελεύτητος μές στό αἰώνιο
ἄν στέκεις ἀκόμη ἐδῶ εἶναι γιά νά μήν ἀπουσιάσεις ποτέ
ἀπό τήν ροή τῶν αἰώνων.

Ἡ χοϊκή σκιά πού σέ κατοικεῖ παίρνει χροιά ἀθανασίας.
Κι ὁλοένα ρέεις ἀπό τήν προσευχή στόν λόγο
Καθώς χάρη μεθεκτική μερώνει τίς ρεματιές τοῦ βίου
Ἐνῶ ἡ ζῶσα σιωπή εἶναι πιά τό κοινό σῶμα τῆς ἀλήθειας
Γιά νά ἀνταμώνει ἡ ψυχή τόν ἑαυτό της στήν ὕλη
Καί νά γίνεται
Ε ἰ ρ ή ν η
Τό αἷμα τοῦ πνεύματος εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων.

Εἰρήνη εἶναι ὁ θεῖος χῶρος μέσα στήν ὕπαρξη.
Ὄχι, δέν εἶναι μιά ἐξωτερική συνθήκη. Εἶναι  πνοή τοῦ Θεοῦ πού σκηνώνει μυστικά στήν πνοή σου.
Τήν οὐσία κρατᾶ ἡ ἀναπνοή πού μετέχει.
Ἄν τό μυστήριο δέν ἔχει γίνει σῶμα σου ἀρετή δέν ἔχεις.
Στή ἱερή κράση τῆς παρθενικότητάς σου, ἐμπιστεύεται ὁ Θεός τίς ἡμέρες σου ὡς τῆς καλῆς ἐλπίδος ἀκρωτήρια.
 Ἡ κατ’οὐσίαν κίνηση τῆς ἐλπίδος εἶναι σύνδεσμος εἰρήνης. Παρουσία ἀναστάσιμη.
 Εὐσύνοπτη καθολικότητα ἀπό τή μυστική ἐνοικείωση τῆς χάρης.
 Μέλη σου τότε οἱ κορυφές καί τά ἀνοιχτά πελάγη μέλη. Βαδίζεις καί κοινωνεῖς τίς ἀρετές τοῦ Θεοῦ.
 Χάνει τή φθαρτή περιβολή του ὁ κόσμος καί ὡς φῶς πού ὁρᾶ, σῶμα ἀποκτᾶ τήν ἑνότητα τή θεία.
 Ἐνδύεται ὁ Κύριος σώματα τόσα πού σοῦ ἀφαιροῦν τόν θάνατο. Ἡ πιό βαθιά αὔρα τῆς ἡμέρας σοῦ γίνεται ροῦχο.
Ἔτσι σέ μοίρανε ἡ ἀλήθεια Του. Μές στό σκοτάδι νά λάμπεις σάν πανσέληνος στόχος, μ’ ὅλα τά μάτια τῶν ἐλπίδων στραμμένα ἐπάνω σου.
 Ἡ παρουσία ἀποκτᾶ τρυφερότητα θεία. Γίνεται χέρι πού μεταγγίζει ἀνατολή στό αἷμα τῆς δύσης.

«Δόξα τῇ μακροθυμίᾳ σου Κύριε»
Ἐκστασιασμένη ἀπό τήν ὡραιότητά σου Χριστέ, ἀκινητοῦσα προσευχόμενη μπρός στήν εἰκόνα τῆς ἄκρας ταπεινώσεώς Σου. Μοναδική ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς κίνηση, μιά θερμή ἀνάβρυζε παράκληση: «Δός μου τήν εἰκόνα σου Κύριε». Καί ὡς ἀκριβός οἰκεῖος ἐνέκυψες καί ζωῆς αἰωνίου ὑπόσταση ἔδειξες:
«Αὐτό δέν ἔκανα;
Δέν σοῦ ἔχω ἐξ ἀρχῆς παραδώσει τό
«κατ’εἰκόνα» μου;»

Αὐτό πού ἔλειψε εἶναι ἡ ἀγωγή  πρός τό μυστήριο.
Συνηθίσαμε νά κινούμαστε τόσο γρήγορα πού προσπερνοῦμε τήν ἀναπνοή μας.
 «Ὥς ἀναπνοή θά πρέπει νά ἐννοήσετε τήν πνευματικότητα» γράφει ὁ Ν. Γ. Πεντζίκης.
 Ἡ ὄντως εἰρήνη εἶναι ἀναπνοή ἐν Θεῷ. «Ἀς λάβουμε συνείδηση τῆς πνοῆς μας» (Πεντζίκης).

Δέν εἶναι φτιαγμένη ἡ ζωή γιά νά τήν τρέχουμε.
Πρέπει νά δίνουμε στό φῶς χρόνο νά ἀνασαίνει.
Ἡ στιγμή πού ξεγλιστρᾶ καί μᾶς ἀφήνει ἀδειανούς
Εἶναι ἐκείνη τοῦ φωτός
πού δέν τήν θωπεύσαμε ἀνεβατή εἰρήνη.

Εἰρήνη εἶναι ὁ ἐν δυνάμει πόρος τῆς χάριτος.
Παγιδευτήκαμε σέ μιά ἐγκεφαλική ἐκπαίδευση πού εὐνούχισε τήν ὕπαρξη.
Κούφωσε ἡ ζωή δίχως ἀγωγή γιά τό μυστήριο. Κουρέλια ντύθηκε ὁ ἥλιος καί ἡ καρδιά κρύωσε.
 Ἡ ἀναπνοή κατάντησε ἐρημοποιητική δυναστεία καί ἡ λογική φέρετρο τοῦ μυστηρίου.

«Ἔχουμε τρελαθεῖ.
Εἶναι σάν νά τό ἔχουν κλείσει τό φῶς μέσα σέ ἕνα σεντούκι.
Ὅμως παλεύει νά βγεῖ ἀπό τό σεντούκι.»
( Δημήτριος Παπαδάκης, ἐτῶν: 7!)

Πρέπει νά ξανακινηθοῦμε μυσταγωγικά μέσα στόν χρόνο κόσμο, ξεκλειδώνοντας ἀντίληψη ἁγιότητας.
Νά διαισθανθοῦμε τό θεῖο ρίγος πού διαποτίζει τή σιωπή,
ὥστε νά διασταλεῖ στήν ψυχή ἡ καινή στιγμή τῆς ὑπάρξεως: ἡ στιγμή τῆς πίστης,
πού μετουσιώνει τήν ἀναπνοή σέ ἀναστάσιμη ἑνοποιητική θαλπωρή τῶν διεστώτων.
Αὐτή ἡ ἀσκητική τῆς ἀλήθειας προϋποθέτει πόρο συντονισμοῦ μέ τό μυστήριο.
 Καί ἡ ἐν δυνάμει  προσέγγιση μέ τό μυστήριο, εἶναι πόρος εἰρήνης βαθειᾶς.
Ὥστε νά μπορέσουν οἱ διψασμένες σιωπές μας νά ἐνστερνιστοῦν τήν πνοή τοῦ Κυρίου τους .

Εἰρήνη εἶναι τοῦ μυστηρίου ἡ δύναμη.
Ἡ εἰρήνη γίνεται συνείδηση πού ἐπιστρέφει:
Ἐπιστρέφω στήν κοίτη μου
ἐκεῖ πού Ἐσύ εἶσαι.
Μόνη ἀπόκριση τούτη ἡ ἐπιστροφή εἶναι.
Ὥστε νά καταλυθεῖ στό ὄνομα τῆς ἀγάπης κάθε φθορά μέ αἰωνιότητα.

Ἡ εἰρήνη γίνεται τό καινό δέρμα τῆς χάριτος
καί ἡ ἀγάπη τό καινό δέρμα τῆς αἰωνιότητος.
Μακροθυμία μυστική πού ἐπισυνάγει τά πάντα  στόν Ύψιστο. Κλήση Κυρίου ὡς ἀέναο «ἐλθέ» ἐπί σφόδρα κυματούμενων ὑδάτων.
 Ὁ πιό δυνατός Παράδεισος πού ἔζησα ἦταν ἡ ματιά τῆς εὐχαριστίας, κάθε πού ἔπαιρνα εὐλογία νά γίνω ἡ ἀπροσδόκητη διακονία,
 ἡ δροσερή αὔρα στήν τρικυμία τοῦ βίου. Δέν τό συνειδητοποιοῦσα, ἀλλά ἦταν τότε πού βάδιζα στά νερά δίχως νά καταποντίζομαι, 
σταυρόθυμα ἀκυρώνοντας τήν ψευδή αὐτονομία τῆς ὕπαρξης.
 Ἀλλοιώνονταν ἡ καρδιά σέ ναό τῆς τοῦ Θεοῦ Εἰρήνης
 καί τά εἰκονίσματα τῶν προσώπων, μακρόθυμα μές τίς δοκιμασίες, ἔλαμπαν.
Τά στοιχεῖα τοῦ κόσμου ὐποτάσσονταν.
Σά νά ἔκανε στάση ἡ ψυχή, λύοντας τόν χρόνο μιά στιγμή νά δεῖ τό ἀληθινό της σῶμα.
 Καί δέν τρόμαξε ἀπό τό ἀπόλυτο σκοτάδι, μά μιά στιγμή, συγκεράστηκε Νυμφίου σῶμα
 κι ἐκστασιάστηκε σέ μήτρα πού ἔπιασε νά δίνει στό φῶς, μορφές βαθιά ἀνθρώπινες, βαθιά θεῖες.
 Ἡ στιγμή δέν περνᾶ πιά ἀλλά σώζεται. Ἔχει εὐλογηθεῖ ὁ καιρός.
 Ὅλα τά ὀνόματα τοῦ κόσμου σοῦ γίνονται οἰκεῖα, ὅλα τά σκοτάδια νήματα νά ὑφάνεις φῶς,
 ὅλα τά σκιρτήματα ἐκκλησιές νά προσκυνᾶς τόν Αἰώνιο.
Οἱ μέρες σου ὅλες ἀχνιστά καρβέλια φωτός, ἀντίδωρα ἀληθείας.
Ἡ Παναγιά κατεβαίνει τακτικά ἀπό τό εἰκονοστάσι καί ξεσκονίζει τήν εἰκόνα σου.

Ε ἰ ρ ή ν η!

Εὔχομαι ὑγεία θείου φωτός στήν ἀναπνοή μας
καί εὐγένεια εἰρήνης στούς χρόνους μας.

ΥΓ. Τό κείμενο δημοσιεύτηκε στό περιοδικό "Πειραϊκή Ἐκκλησία" τεῦχος Δεκεμβρίου 2017
Τά γράμματα πού ἤξεραν οἱ πρόγονοί μου λίγα. Παραμυθητικό σέβας ἡ σπουδή τῆς ζωῆς τους .
Ταπεινοί ἐργάτες τῆς ἀνοιχτῆς γῆς, πού κάθε πού ἀποσπέριζαν διαφέντευαν τόν χρόνο.
Δέν ὑπῆρχαν οἱ γυάλινες ρουφήχτρες τῆς θαλπωρῆς, δίχως ἐμπόδιο γεφυρώνονταν οἱ ἀναπνοές τους.
Φωνή καί σιωπή βασιλικά ἰσοζυγιασμένα, ἰσόκυρα κυβερνημένα ὅπως ζωή καί μύθος.
Τό ἦθος τοῦ τρόπου τους ἄναβε τοῦ Ἄξιον Ἐστί τό Κυριακοδρόμιο.
Στό εἰκονοστάσι ἀγρυπνοῦσαν προσευχές καί στό παραγώνι παραμύθια.
Ἀποθησαυρίσματα πού χρησμολογοῦσαν θαύματα στά τραύματα τοῦ βίου.
Κάποτε βημάτιζαν στίς καρδιές μας ἔμμετρα σάν ἀρχοντικός ρυθμός ἀναπνοῆς. Ψαλμοί καί μύθοι.
Κι ἀπό κοντά ἀφηγήσεις γιά παρουσίες καί μεσιτείες τῶν ἁγίων μας.
Κεχαριτωμένες μαρτυρίες γιά «τό πολύ σιμᾶ κι ὅμως ἀόρατο» τόπο τῆς ψυχῆς.
Θά ἀναρρωτηθεῖτε τί θέση μπορεῖ νά ἔχει στήν κατακλυσμιαία ἀπό ἐμπορικά θεάματα ἐποχή μας ἕνα ἔμμετρο παραμύθι.
Πρωτίστως εἶναι πόρος καί τόπος ἀναπνοῆς, ἐπίγνωσης καί συνάντησης.
Σάν τή στάλα τοῦ νεροῦ πού ἐπιμένοντας τρώει τό βράχο, ὁ ρυθμικός σταλαγμός τοῦ μύθου ὡς δάκρυο νοήματος,
ἔχει τήν εὐλογία νά ἁλώνει μυστικά τήν φαντασμαγορική ὀρφάνια τῆς πτώσης καί νά μᾶς ἐπιστρέφει στόν βασιλικό τόπο τῆς εὐχῆς,
στή χώρα τῶν Ζώντων, ἀπ᾽ ὅπου μέ χρόνους μέ καιρούς δυνάμεθα νά ἀξιωθοῦμε «τήν στολήν τήν πρώτην» γιά τή χαρά τοῦ Νυμφώνος.
Ἡ ὀρφανεμένη καί ἔκπτωτη, στή δυναστεία τῆς «μητριᾶς», ψυχή μας δέν παύει, οὔτε στιγμή στά μυστικά της βάθη ,νά ποθεῖ τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Γιορτινές μέρες μέ ἐπιστρέφει ἡ μνήμη στήν ἀγάπη τῶν προγόνων μου καί μέ τό παραμύθι τους ἔρχομαι νά εὐχηθῶ
ἡ εἰρήνη καί ἡ εὐδοκία πού εὐαγγελίζονται τά Χριστούγεννα στή βαθιά καρδιά μας
νά ζωογονήσουν τή θαλπωρή τῆς μυστικῆς μας ἀναπνοῆς.
 Ἡ ἔμμετρη Σταχτοπούτα καί ὁ τόπος τῆς εὐχῆς
Μιά μάνα εἶχε ὄμορφη ἀκριβοθυγατέρα
Ὁ ἥλιος δέν τήν ἔβλεπε ἡ νύχτα καί ἡ μέρα.
Τήν ἔλουζε τή χτένιζε μέ φιλντισένιο χτένι
Στά πούπουλα τήν κοίμιζε τή μοσχαναθρεμένη.
Μά ἦρθε καιρός καί πέθανε ἡ μάνα ἡ καημένη
Κι ἔμεινε ἡ κόρη ὀρφανή ἔμεινε ὀρφανεμένη.
Πολύς καιρός δέν πέρασε ὁ κύρης της παντρεύτει
Πῆρε γυναίκα μιάν ὀχιά τήν ἔβανε νά γνέθει.
Τῆς δίνει κρίθινο ψωμί καί τό νερό μετροῦσε
Εἶχε δυό κόρες πού αὐτές πολύ τίς ἀγαποῦσε.
Τίς ἔντυνε μές στά χρυσά ροῦχα καμαρωμένα
Τῆς ὀρφανῆς τά πέταξε, τῆς βάζει ξεσκισμένα.
Τῆς λέγει εἶσαι ὀρφανή στόν κόσμο δέν θά βγαίνεις
Σύρε νά πᾶς στό μαγειριό καί δούλα μας νά γένεις.
Τήν παίρνει τό παράπονο καί μέ καρδιά θλιμμένη
Τή νύχτα τά μεσάνυχτα στό κοιμητήρι μπαίνει.
Μανούλα φαρμακώνομαι, μανούλα τυραννιέμαι
Σήκω μανούλα μου ἀπ’τή γῆ καί παρηγόρησέ με
Πού ξένες ἔκανα ἀδελφές καί ξένη μέ φωνάζουν
Καί ξένη μάνα ἔκανα σά δούλα μέ προστάζουν.
Μοῦ δίνουν κρίθινο ψωμί, νεράκι μετρημένο
Κοιμᾶμαι μέσα στ᾽ ἄχυρα τόν ὕπνο δέν χορταίνω.
Ἡ πλάκα ὅλη ἐσείστηκε, βραχνή φωνή ἐβγῆκε
Ἡ μάνα τή σπλαχνίστηκε καί τρυφερά τῆς εἶπε:
Σύρε παιδί μου στό καλό, σύρε καί στήν εὐχή μου
Κι αὔριο βράδυ θέ νά δεῖς ὅ,τι ποθεῖ ἡ ψυχή σου.
Ἦρθε τό βράδυ καί χαρά ἐγένετο στήν πόλη
Εἶχε χορό ὁ βασιλιᾶς καί καλεσμένοι ὅλοι.
Ἐπῆγε καί ἡ μητριά μαζί μέ τίς δυό κόρες
Κι ἡ ὀρφανούλα ἔμεινε μονάχη μέ τίς ὥρες.
Τήν παίρνει τό παράπονο μπαίνει στήν καμαρά της
Καί πάνω στό προσκέφαλο βρίσκει τή φορεσιά της.
Λούστη, χτενίστη κι ἄλλαξε, τή φορεσιά της βάνει
Κάνει τό σύννεφο ἄλογο καί στό παλάτι φτάνει.
Σταμάτησαν τά ὄργανα στέκουν καί τήν κοιτάζουν
Ποιά εἶναι λέει ὁ βασιλιᾶς πού ὅλοι τή θαυμάζουν.
Μήν εἶναι νύφη τοῦ οὐρανοῦ , μήν εἶναι νεραῒδα
Ποιά μάνα τήν ἐγέννησε καί ποιά ἔχει πατρίδα;
Τό νοῦ του χάνει ὁ βασιλιᾶς, μόνο μ᾽ αὐτή χορεύει
Μά σήμαναν μεσάνυχτα κι ἀλαφιασμένη φεύγει.
Κι ἀπ᾽ τήν πολύ τή βιάση της νά μήν τή δεῖ ἕνα μάτι
Πέφτει τό πασουμάκι της στό πάνω σκαλοπάτι.
Τρέχει τ᾽ ἀρπάζει ὁ βασιλιᾶς, θαυμάζει τέτοια χάρη
Ποτές του δέν εἶχε ἰδεῖ τέτοιο λογῆς ποδάρι.
Δούλους καί σκλάβους πρόσταξε παντοῦ νά τό γυρίσουν
Βουνά λαγκάδια νά διαβοῦν νά τήν ἀναζητήσουν.
Μικρές μεγάλες τό᾽ βαλαν δέν ταίριαζε σέ ὅλες
Τό᾽ βαλε καί ἡ μητριά μαζί μέ τίς δυό κόρες.
Ἡ μητριά τούς ἔδιωχνε, τριγύρω τή κοιτᾶτε
Κόρη δέν ἔχει ἄλλη καμιά καί μή χασομερᾶτε.
Ἡ βιάση της τούς ξάφνιασε καί δέν τήν ἐπιστέψαν
Σέ κάθε τόπο τοῦ σπιτιοῦ νά ψάξουνε γυρέψαν.
Ψάχνουν ἐδώ , ψαχνοῦν ἐκεῖ, τή βρίσκουν μές τ᾽ ἀμπάρι
Τῆς τό φοροῦν καί ταιριαστό τῆς ἦρθε στό ποδάρι.
Ἀπό τό χέρι τήν ἀρπᾶν, στό βασιλιᾶ τήν πᾶνε
Κι ἡ μητριά κι οἱ κόρες της ἀπ᾽ τό κακό τους σκάνε.
Μόλις τήν εἶδε ὁ βασιλιᾶς ἐμπρός της γονατίζει
Βασίλισσα τήν ἔκανε τό θρόνο τῆς χαρίζει.

ΥΓ. Ἔμμετρα ἀφηγούνταν τό Κατερνάκι τοῦ Γιαλοῦ τό παραδοσιακό αὐτό παραμύθι στά δικά της τέκνα,
σάν ἄλλη Σταχτοπούτα, γιατί εἶχε κι αὐτή ὀρφανέψει καί μέ πολύ ἀγάπη ὑπηρετήσει τά μικρότερα ἀδέλφια της καί τόν πατέρα της. Ἀπό τήν κόρη της καί μητέρα μου Μαρία , γενεές τρεῖς ἀπό τότε, μάνα, κόρη καί ἐγγονή, τό παραδίδουμε σήμερα στήν μνημοσύνη τῶν χρόνων μας. (Γιαλό ὀνομάζουμε τόν Ὄρμο Μαραθοκάμπου τῆς Σάμου).
Οἱ στίχοι σέ πλάγια γραφή προστεθήκαν ἐκ τῶν ὑστέρων διότι ἔχει λησμονηθεῖ ἡ ἀρχική στιχομυθία.
Χειμωνιάζει. Ἄλλαξαν την ὥρα.
Ἀτυχῶς, ὄχι πρός τό ἄχρονο...πρός τόν χρόνο καί πάλι!

Σκυμμένη στό χαρτί προσπαθῶ νά φυσήξω τή ψυχή μου στίς λέξεις.
Μά αὐτές πιό ἀτίθασες κι ἀπό ἄλογα. Βλέπεις δέν ἐπαρκεῖ τό ἀλφάβητο.
Χρειάζεται καί τό φῶς γιά νά γράψεις.
Οὔτε ἡ ζωή ἐπαρκεῖ· χρειάζεται καί ὁ μύθος. Ὁ μύθος πού ἐνυδατώνει τόν ἥλιο.
Νοτισμένες αὖρες φυσοῦν ἀπό τίς δύσκολες ἐλευθερίες τοῦ μυστηρίου.
Σέ δάκρυα θά συμπυκνώσουν τίς σκέψεις τους τά νέφη.
Συλλογισμένη γαλήνη.
Ἐνάντιοι ἄνεμοι ραπίζουν τήν ἱερή σιωπή τῶν αἰώνων στό λευκό σταυρό τῆς γαλανόλευκης. Κόσμος μικρός καί μέγας ἡ πατρίδα.
Θεμελιωμένος σέ  φιλοσόφους, ἥρωες καί ἁγίους.
Ὅσους ἀλλαξοπίστησαν ἐπί Τουρκοκρατίας τούς εἶχαν γιά χαμένους.
«Σκυλοκοῑτες και νεκρόσιτοι κι ἐρεβομανεῑς κοπροκρατοῦν τό μέλλον», προειδοποιεῖ  ὁ ποιητής, ὡς Ὀδυσσέας τῆς διαχρονικῆς πορείας ἑνός λαοῦ
πού κινήθηκε στόν ἀντίποδα κάθε ἀλλοτρίωσης.
Θεσμοθέτησαν γάμους ὁμοφυλοφίλων καί ἀλλαγή φύλου. Γιά ποιό λαό;
Πρέπει νά ᾽σαι στούς «χαμένους» γιά τό γένος, γιά νά ἀσπαστεῖς τέτοια ἀλλότρια ὕβρη.
Ὀντολογική ἀφροσύνη προσπαθεῖ νά καταλάβει τήν ἱερή γῆ τῆς ψυχῆς σου, προκειμένου νά χάσεις καί κατ’οὐσίαν τή γῆ σου.
 Ἀμετανόητοι παραμένουν οἱ Δυνατοί πού δέν διδάχτηκαν ἀπό τήν ἥττα τους,
 ὅτι τό χρέος πρός τήν ἀνθρωπότητα δέν εἶναι οἰκονομικό μέγεθος ἀλλά σταυραναστάσιμο ἦθος.
Τή θύρα τοῦ δικοῦ μας χρόνου τή σπρώχνουν ἄγγελοι.
Κάθε ταπεινό ἐκκλησάκι, σά χαμόγελο πατρίδας,
κρατᾶ ἀναμμένα τά διάσελα τῆς μνήμης.
Ποιά ἀλλαγή φύλου; Τό φύλο μας εἶναι φωτοσυνθετικό.
«Λάμψιν ἔχει ὅλη φλογώδη
Χεῖλος, μέτωπο, ὀφθαλμός·
Φῶς τό χέρι, φῶς τό πόδι,
Κι’ ὅλα γύρω σου εἶναι φῶς».
Τό σῶμα μας εἶναι ἡ «ὀμορφιά πού τήν Κοιλάδα ἁγιάζει».
«Μ’ ὅλον πού ᾽ναι ἁλυσωμένο
Τό καθένα τεχνικά ,
Καί εἰς τό μέτωπο γραμμένο
Ἔχει: Ψεύτρα  Ἐλευθεριά.»
(Δ. Σολωμός)
Ἡ ἐλευθερία τους εἶναι μιά μεθοδευμένη  πανουργία,
προκειμένου νά συσκοτιστεῖ ἡ διάνοια καί τῶν ἐκλεκτῶν.
«Εἶναι ἡ βαρβαρότητα. Τή βλέπω νά’ρχεται
μεταμφιεσμένη κάτω ἀπό ἄνομες συμμαχίες
καί προσυμφωνημένες ὑποδουλώσεις.
Δέν θά πρόκειται γιά φούρνους τοῦ Χίτλερ
ἵσως ἀλλά γιά μεθοδευμένη καί οἰονεί
ἐπιστημονική καθυπόταξη τοῦ ἀνθρώπου.
Γιά τόν πλήρη ἐξευτελισμό του
Γιά τήν ἀτίμωσή του».
(Ὀ. Ἐλύτης)

Ἡ δική μας ἐλευθερία εἶναι τέκνο ἀρετῆς καί ἀληθείας,
μιά τιμή διαχρονική γιά τό σῶμα τῆς ἀνθρωπότητας.
Δέν μᾶς στενεύει ὁ θάνατος. Πλοῖο παντός καιροῦ ἡ ψυχή μας,
πλώρη πού ἐπιμένει νά μαθητεύει στοῦ οὐρανοδρόμου ἥλιου τά Δόξα Σοι.
Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ Η ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΟΥ ΑΛΗΘΟΥΣ.

«Τί θά κάμετε; θ’ ἀφῆστε.
Νά ἀποκτήσωμεν ἐμεῖς
Λευθερίαν, ἤ θά τήν λύστε.
Ἐξ αἰτίας Πολιτικῆς;

Τοῦτο ἀνίσως μελετᾶτε,
Ἰδού, ἐμπρός σας τόν Σταυρό·
Βασιλεῖς! ἐλᾶτε, ἐλᾶτε,
Καί κτυπήσετε κι’ ἐδῶ.»
(Δ. Σολωμός)

Τό ψηφιακό Κολοσσαῖο  ἀποτάσσεται τά πρόσωπα.
Ἀλλάζουν τά ἤθη.
Ἀτυχῶς, ὄχι πρός ἀφθαρσία...πρός φθορά καί πάλι!
666 ἀστοχίες πού ἀποδεικνύουν τόν καθένα ξεχωριστά
ὡς μή ἕλληνα, βάρβαρο.
Ἡ ἐλπίδα τῆς ἱστορίας ἀπό τίς ἐσχατιές τοῦ Θεοῦ.
Τά ἀποσπάσματα προέρχονται ἀπό τό βιβλίο τοῦ Γεωργίου Μπαμπινιώτη Η ΓΛΩΣΣΑ ΩΣ ΑΞΙΑ: ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ, (ΑΘΗΝΑ 1994 GUTENBERG)
καί ἐπιλέχθηκαν γιά νά τονίσουν τήν ἀναγκαιότητα μιᾶς Σημασιολογικῆς-Λεξιλογικῆς προσέγγισης στήν διδασκαλία τῆς ἑλληνικῆς,
καθότι καταντήσαμε νά διδάσκουμε τά ἑλληνικά μέ τόν ἵδιο τρόπο πού διδασκόμαστε τίς ξένες γλῶσσες,
δηλαδή λέξη, ἐρμηνεία,γραμματική χωρίς ἀναφορά στήν σημασία, τά ὅρια καί τήν ἀναγωγική δυναμική
πού προκαθορίζονται ἀπό τό πνευματικό καί δημιουργικό ἐπίπεδο κάθε λαοῦ.
«Ὄχι μόνο τό π ῶ ς θά ἐκφράσω αὐτό πού συλλαμβάνω μέ τόν νοῦ μου -ἡ γλωσσική ἔκφραση-,
ἀλλά καί ὁ ἴδιος ὁ κόσμος μου -ἡ ἔκταση, τό περιεχόμενο, οἱ ἰδιότητές του,
ὅ,τι μέ περιβάλλει- θά δ ι η θ η θ ε ῖ μέσα ἀπό τήν προκαθορισμένη γλωσσική ταξινομία μου
καί ἔτσι θά προσπελαστεῖ καί γλωσσικά ἀκόμη. Ἄρα, ἡ δεδομένη γλώσσα μου παρεμβαίνει καί
προ-καθορίζει, ὁρίζει καί περι-ορίζει τόν κόσμο μου στή σύλληψη, τή γνωστική προσπέλαση καί, φυσικά, στήν ἔκφρασή του.» (σελ.86)
«...ἀπό ἐπιλογή γενικοτέρων ἐννοιῶν θά ἀπαρτισθοῦν οἱ σ η μ α σ ί ε ς μιᾶς γλώσσας.
Ἐδῶ ἡ ἐπιλογή δέν συνίσταται τόσο στόν ἀποκλεισμό ὁρισμένων ἐννοιῶν εἰς βάρος ἄλλων,
ὅσο, κυρίως, στά ὅ ρ ι α πού θά χαραχθοῦν γιά τήν κάθε ἔννοια μέσα στό σύστημα τῶν σχέσεων
ἀντιθετικῆς μορφῆς μιᾶς γλώσσας ( συνωνυμίας, ὑπωνυμίας, ἀντωνυμίας κλπ. ),
ὅρια πού θά μετατρέψουν τίς ἔννοιες σέ σ η μ α σ ί ε ς...
Φυσικά, τόσο τό πρός ἐπιλογή ὑλικό ὅσο καί πολλές ἀπό τίς δυνατότητες συστηματικῆς συσχέτισής του ( γραμματικές κατηγορίες, δομές λειτουργίες γλώσσας)
ἔχουν καθολικότερο χαρακτήρα, ἀπ’ ὅπου καί ἡ οὐσιώδης συγγένεια τῶν ἀνθρωπίνων γλωσσῶν μεταξύ τους.
Ὡστόσο ἡ διαφοροποίηση...εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ γιά κάθε ἐθνική γλώσσα δεδομένη.
Χωρίς ἐπιλογές δέν ὑπάρχουν γλῶσσες, ἀλλά γλώσσα...
...Οὔτε ἕνα φώνημα μιᾶς γλώσσας δέν συμπίπτει ἀπολύτως μέ τήν ἀντίστοιχη σημασία ἤ φώνημα μιᾶς ἄλλης γλώσσας...
στήν πραγματικότητα, ἀπό τή στιγμή πού ἔχουμε ἀπαρτισμένη μιά ἐθνική γλώσσα, τά στοιχεῖα (φθογγικά ἤ ἐννοιολογικά) παύουν νά ἔχουν ξεχωριστή ὀντότητα•
γίνονται φωνήματα ἤ σημασίες ἑνός συγκεκριμένου συστήματος ἔξω ἀπό τό ὁποῖο δέν μποροῦν νά νοηθοῦν.
Γίνονται αὐτό πού ὁ Saussure ἔχει ὀνομάσει γ λ ω σ σ ι κ έ ς ἀ ξ ί ε ς ( valeurs),
πού ὡς ἀξίες εἶναι ἀδύνατο νά νοηθοῦν ἔξω ἀπό τό ἀξιολογικό σύστημα ὅπου ἀνήκουν.
Ἔτσι, κάθε γλώσσα ὡς σύστημα ἀξιῶν διαφέρει ἀπό ὅλες τίς ἄλλες.» (σελ.84-85)
«...Μιά ἐθνική γλώσσα δέν διαφέρει ἀπό μιάν ἄλλη μόνο σέ ἐπίπεδο ὀνοματολογίας.
Δέν διαφέρει ἁπλῶς στό ὅτι χρησιμοποιεῖ ἄλλες λέξεις γιά τά ἴδια πράγματα,
ἀλλά κυρίως καί προπάντων στό τρόπο πού ἡ κάθε γλώσσα ὀργανώνει τήν ἔκφραση τοῦ κόσμου.
Γιά νά θυμηθοῦμε τόν Sassure, κάθε γλώσσα εἶναι μιά διαφορετική τ α ξ ι ν ο μ ί α τοῦ κόσμου.» (σελ.83)

« Ἡ γλώσσα κάθε λαοῦ -ἄν δεχθοῦμε τήν πραγματικότητα πώς κάθε λαός ἔχει τή δική του νοοτροπία,
τή δική του θέση γιά τόν κόσμο, τίς δικές του ἱεραρχήσεις, τίς δικές του ἀνάγκες- εἶναι καί μιά ἄλλη σύλληψη, ὀργάνωση καί ἔκφραση τοῦ κόσμου.
Μιά ἄλλη ταξινομία, καί γι’ αὐτό μιά ἄλλη γλώσσα.
Ἡ μέγιστη δέ διαφοροποίηση τῶν γλωσσῶν ἐμφανίζεται στό ἐπίπεδο τοῦ λεξιλογίου,
τῶν λεξικῶν καί γραμματικῶν σημασιῶν πού δηλώνονται σέ κάθε γλώσσα.» (σελ.243-244)
«Τό σημασιακό, ἐπικοινωνιακό παράγοντα ὑπηρετεῖ καί τό ...
σ η μ α σ ι ο λ ο γ ι κ ό – λ ε ξ ι λ ο γ ι κ ό .
Ἡ ἐτυμολογική, ἄρα καί πρωτογενῶς σημασιολογική, ὁμαδοποίηση τῶν λέξεων τῆς ἑλληνικῆς σέ λεξιλογικές ( ἐτυμολογικές) οἰκογένειες
δείχνει τή βαθύτερη σχέση τῶν λέξεων τῆς σύγχρονης ἑλληνικῆς μεταξύ τους, πράγμα πού ὁδηγεῖ στήν καλύτερη κατανόηση τῆς σημασίας τους
καί ἐξασφαλίζει τίς προϋποθέσεις γιά δημιουργικότερη ἀξιοποίησή τους στή γλώσσα.
Ἡ προσέγγιση αὐτή...ἐπιτρέπει νά μετατρέπεται ἡ σχέση τοῦ Ἕλληνα μαθητῆ μ’ ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ λεξιλογίου τῆς σύγχρονης γλώσσας
...ἀπό δύσκολη καί παθητική ἀπομνημονευτική διαδικασία σέ ἐνεργητική, ἀναγνωριστική, αὐτόχρημα δημιουργική σχέση.
Συνάμα δέ σέ ἁπλούστερη καί βαθύτερη γνωριμία τοῦ μαθητή μέ τίς σημασίες τῶν λέξεων καί τίς ἔννοιες πού δηλώνουν.
...Αὐτό εἶναι ἀκριβῶς καί τό πνεῦμα ...πού πρέπει νά διέπει...τή διαχρονική προσέγγιση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καί τῶν γραπτῶν κειμένων της.
Τό παλιό ( ἀρχαῖο, βυζαντινό ἤ λόγιο) πρέπει νά συνδέεται στή διδασκαλία μέ τό νέο σέ λεξιλογικό-σημασιολογικό κυρίως
ἀλλά καί σέ γραμματοσυντακτικό ἐπίπεδο· εἴτε γιά νά γίνει αἰσθητή ἡ συνέχεια στή χρήση εἴτε γιά νά φανεῖ ἡ διαφοροποίηση, ὅπου ὑπάρχει.
Καί τά δύο διδάσκουν μέ τόν τρόπο τους, ἀφοῦ αὐτό πού προέχει καί συνάγεται ἄμεσα ἀπό τή διαχρονική προσπέλαση
εἶναι ἡ σ υ ν έ χ ε ι α καί ἡ σ υ ν ο χ ή καί ὄχι τό «ἀμετάβλητο»τῆς ἑλλληνικῆς...
Τό σημαντικό εἶναι νά ἔχεις συνείδηση τῆς συνέχειας, αὐτοῦ πού συνδέει τό παλιό μέ τό καινούργιο.
Τό ἀσυγχώρητο -καί ἀνεύθυνο ὡς στάση- εἶναι νά ἀγνοεῖς τή συνέχεια, ἐν προκειμένω τή μακραίωνη παράδοση καί καλλιέργεια τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας,
καί νά τήν ἀντιμετωπίζεις σά νά ἦταν ὑπόθεση κάποιων δεκαετιῶν, ἀγνοώντας ἤ διαγράφοντας στήν πράξη ὅ,τι σημαίνει γιά τόν πολιτισμό
καί τήν παιδεία ἑνός λαοῦ, ἀλλά καί γιά τή συνείδηση τῆς ἴδιας τῆς ταυτότητας καί τῆς ἱστορικῆς του παρουσίας.» (σελ.160-162)
« Ἡ διαφοροποίηση κάθε γλώσσας συνδέεται, σέ μεγάλο βαθμό, μέ τήν ἱστορία καί τήν πνευματική καλλιέργεια κάθε λαοῦ...
Οἱ γλώσσες διαφέρουν ριζικά μεταξύ τους. Ὄχι ὡς δηλωτικά συστήματα, ἀλλά ὡς πολιτισμικά μορφώματα.
...Ἡ διαφοροποίηση κάθε γλώσσας σέ ἐθνικό ἐπίπεδο, ἀνάλογα μέ τήν ἱστορία, τόν πολιτισμό, τήν παράδοση
καί τήν ἰδιοσυγκρασία τοῦ λαοῦ πού τή διαμόρφωσε κι ἐκφράζεται σ’ αὐτήν,
ἀποτελεῖ καθοριστικό στοιχεῖο τῆς ἐ θ ν ι κ ῆ ς τ ο υ τ α υ τ ό τ η τ α ς .

Ἑλληνισμός, ἑλληνικότητα, ἑλληνική συνείδηση, Ἑλλάδα χωρίς ἑλληνική γλώσσα δέν μποροῦν νά ὑπάρξουν μέ οὐσιαστικό, ἄμεσο καί ἀποτελεσματικό τρόπο.
Φολκλορικές συλλήψεις τοῦ Ἑλληνισμοῦ, πού τόν ταυτίζουν μέ τό συρτάκι ἤ τή χλαμύδα, εἶναι ρηχές, ἀφελεῖς μέχρι καί εὐτελιστικές ἐπινοήσεις...
Στήν ἱστορική πορεία τοῦ Ἑλληνισμοῦ εἶναι ἀξιοθαύμαστο νά βλέπει κανείς
πόσο ἡ ἑλληνική γλώσσα ὑπῆρξε πάντα χαρακτηριστικό συστατικό τῆς ἰδιοπροσωπίας τοῦ Ἕλληνα.
Οἱ ἀγράμματοι, κατά τά ἄλλα, καλόγεροι τῶν βυζαντινῶν μοναστηριῶν, παρά τήν εὐνόητη ἀπέχθειά τους πρός κάθετι τό εἰδωλολατρικό,
διέσωσαν ἐντούτοις καί διατήρησαν γιά πάντα, ἀντιγράφοντάς τα μέ πολύν μόχθο, τά κείμενα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας,
τά ὁποῖα αἰσθάνονταν πώς συνέχιζε ἡ συγκαιρινή τους γλώσσα, συνδέοντας συγχρόνως τόν βυζαντινό μέ τόν ἀρχαῖο -ἔστω καί εἰδωλολατρικό- Ἑλληνισμό.
Κι ὅταν στά σκοτεινά χρόνια τῆς τουρκικῆς κυριαρχίας, ὁ καλόγερος πάλι ἤ ὁ ἱερέας δίδασκε στό κρυφό σχολειό
τήν ἑλληνική γλώσσα μέσα ἀπό τό κείμενο τοῦ Εὐαγγελίου, γνώριζε καλά πώς πάνω στήν ἑλληνική γλώσσσα, ὅπως προβάλλει μέσα ἀπό τό πέρασμα τοῦ χρόνου,
πατᾶνε γερά καί τά δύο, ἑλληνική καί ὀρθόδοξη παιδεία, ἑλληνική καί ὀρθόδοξη παράδοση, ἑλληνική καί ὀρθόδοξη συνείδηση.» ( σελ.245-247)
«...Πρέπει τό συντομότερο νά ἐπανασυνδεθεῖ γλωσσικά ὁ μαθητής μέ τίς γλωσσικές ρίζες του,
νά ξαναβαπτισθεῖ στά νάματα τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῡ λόγου καί τῆς εὐρύτερης γλωσσικῆς μας παράδοσης.
Πρέπει ἠ ἑλληνική γλώσσα νά διδαχθεῖ στή διαχρονική της διάσταση, δηλαδή στήν ἀμφίδρομη σχέση τῆς ἀρχαίας καί τῆς νέας μορφῆς της...
...ἀφήσαμε ἀβοήθητο γλωσσικά ( ἄρα καί ἐννοιολογικά, ἄρα καί νοητικά) τόν μαθητή νά τρέφεται τά ἐννέα τῆς ὑποχρεωτικῆς ἐκπαιδεύσεως
μέ «γλωσσικές κονσέρβες» παρασκευασμένες συχνά μέ κακῆς ποιότητος γλωσσικά ὑλικά καί συντηρητικά
...ἔτσι χάθηκε ...ἀνεπιστρεπτί ἡ ἀβίαστη ἐπαφή του μέ τίς ρίζες καί τίς ἐτυμολογικές βάσεις
...χάθηκε ...καί ἐξαφανίστηκε ...στή γλωσσική συνείδηση τῶν παιδιῶν ἡ ἐτυμολογική-σημασιολογική διαφάνεια...
Κι ὅμως ἡ ἐπαφή μέ τίς «πρῶτες ἔννοιες», μέ τίς βασικές σημασίες καί τό δηλωτικό τους περιεχόμενο
εἶναι πού ὀξύνει ἀπό γλωσσικῆς πλευρᾶς τή νοητική ἱκανότητα τοῦ παιδιοῦ.
...ἦλθε ἡ ὥρα νά ἀναθεωρήσουμε ριζικά τή στάση καί τήν ἀπο-στασία μας ἀπό τήν ἀρχαία μορφή τῆς γλώσσας μας...
( ἡ ἐπανασύνδεση δηλαδή τῶν παιδιῶν μέ τίς γλωσσικές μας ρίζες) ἀποτελεῖ σημαντικό π ο λ ι τ ι κ ό γ ε γ ο ν ό ς.
Ἄν ὅμως τά μέτρα καί οἱ ἀποφάσεις γιά τή γλώσσα,
οἱ ἀποφάσεις δηλαδή γιά τήν ἐπικοινωνία, τήν αὐτοσυνειδησία καί τήν ταυτότητα ἑνός λαοῦ δέν ἀποτελοῦν πολιτικά γεγονότα,
τότε τί εἶναι πολιτικό γεγονός; ἡ αὔξηση τῆς Α Τ Α ἤ ἡ καθιέρωση τοῦ Φ Π Α;» (σελ. 150-153)
"...Στίς μέρες μας, πού ἡ κοινωνία θέριεψε -μέ τή μεταφορική ἀλλά καί τήν κυριολεκτική σημασία τῆς λέξης
- τόσο πού νά χάνουν τά «μέλη» της τή μεταξύ τους ἐπι-κοινωνία καί νά κινδυνεύει τελικά ἡ ἴδια νά «διαμελιστεῖ» καί ν’ἀπομείνει...ἀ-κοινώνητη· στίς μέρες μας,
ἡ σωστή καί μεστή μεταξύ μας γλωσσική ἐπικοινωνία ἀποκτᾶ καίρια σημασία.
Στήν κοινωνία τῶν πυρηνικῶν ἀντιδραστήρων, πού ὁ μοιραῖος ἀστέρας τῆς Ἀποκαλύψεως, ὁ ἐπιλεγόμενος Ἄψινθος,
μᾶς ἀπειλεῖ προφητικά μέ καταστροφές καί συντέλειες
( τί τραγική σύμπτωση ὁ Ἄψινθος τῆς Ἀποκαλύψεως νά συμπίπτει μέ τόν ἄψινθο, τήν ἀψιθιά, πού σημαίνει στά ρώσικα ἡ λέξη Τσέρνομπιλ!...),
στήν ἐποχή μας, ἐπαναλαμβάνω, ἡ πιό ἀνθρώπινη, ἀξιοπρεπής κι ἀποτελεσματική ἀντί-δραση στούς κάθε λογῆς ἀντιδραστήρες μπορεῖ μόνο νά εἶναι ἡ ἀπόφασή μας
γιά οὐσιαστική καί γόνιμη ἐπικοινωνία μεταξύ μας, γιά ἄμεση, βαθύτερη, εἰλικρινή σ υ ν ά ν τ η σ η μέ τά μέλη τῆς εὐρύτερης, τῆς παν-ανθρώπινης κοινωνίας μας.
Ἐννοῶ τήν προσπάθεια νά πετύχουμε τήν πιό λεπτή, τήν πιό σύνθετη, τήν πιό δημιουργική,
ἀλλά συνάμα καί τήν πιό παρεξηγημένη καί κακοποιημένη μορφή ἐπικοινωνίας τῆς ἐποχῆς μας: τήν ε ἰ ρ ή ν η .
Γιατί εἰρήνη χωρίς γνήσια, χριστιανικά ἐρωτική σχέση μέ τούς ἄλλους, σχέση ἀνιδιοτελοῦς προσφορᾶς, ἔν-τιμου καί ἰσό-τιμου διαλόγου συν-ζητήσεως,
μέ ἄλλα λόγια εἰρήνη χωρίς ἐπι-κοινωνία, στήν πιό βαθιά καί οὐσιαστική της ἔννοια, εἶναι ἤ ἀφελῆς οὐτοπία ἤ προπαγανδιστική σύλληψη.
Στόν «αἰώνα τῆς ἐπικοινωνίας», στόν αἰώνα μας, πού οἱ πληροφορίες πού δίνουμε καί παίρνουμε ἔχουν φθάσει ποσοτικά στόν «κολοφώνα τῆς δόξης» τους,
ὁ βομβαρδισμός μας ἀπό πληροφορίες καί γνώσεις, ἡ ὄψιμη «σοφία» μας ἔχει ἀρχίσει ἀπροσδόκητα νά ὁδηγεῖ σέ κατάρρευση τήν ἀνθρωπιά μας,
σέ σπάνιο φαινόμενο τή συνάντηση ἀνθρώπου μέ ἄνθρωπο."
«...Ἡ γνώση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, καί μέσα ἀπό αὐτήν ἡ προσέγγιση βασικῶν ἀρχῶν τῆς ἑλληνικῆς παιδείας,
προσφέρει στόν ἀπόδημο Ἕλληνα μιά ταυτότητα καταγωγῆς πού τοῦ ἐξασφαλίζει ψυχική, κοινωνική καί πνευματική ἰσορροπία.
Σ’ αὐτό, βεβαίως, θά συμβάλλει καθοριστικά καί ἡ, μέσα ἀπό τήν ἑλληνική πάλι γλώσσα, βίωση τῶν διδαγμάτων τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς πίστης.
Κι ἀπό κοντά ἡ παράδοση ἡ ἑλληνική, τά ἤθη καί τά ἔθιμα, τά τραγούδια καί οἱ χοροί, τά παραμύθια καί οἱ γιορτές, ὅλα ἐκφρασμένα σ’ ἑλληνική γλώσσα...
Τό παγκόσμιο γόητρο τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καί τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ...
λειτούργησε διττά στόν ἀπόδημο Ἕλληνα: ὡς συνείδηση ταυτότητας καί ὡς αἴσθηση «ἀρχοντιᾶς».
...Ἄν ἀποσπαστεῖ ἀπό τόν κορμό τῆς καταγωγῆς καί ἀπό τίς ρίζες του.. . θά αἰσθανθεῖ χωρίς ρίζες, χωρίς ἄξονες ἀναφορᾶς, χωρίς τόπο καταγωγῆς.
Κάθε λέξη, κάθε τραγούδι, κάθε πείραγμα, κάθε ἱστορία, κάθε παραμύθι, κάθε διήγηση στή γλώσσα τῆς καταγωγῆς
εἶναι μιά ἄσκηση ἰθαγένειας, μιά δημιουργική καί ἀνανεωτική σύνδεση μ’ ἕναν κόσμο πέρα ἀπό τή λογική καί τήν καθημερινότητα...» (σελ.248-249)
«Ἡ παιδεία τῶν πολιτῶν τῆς Ἑνωμένης Εὐρώπης, γιά νά μπορεῖ ν’ ἀποτελεῖ ἰσχυρό συνεκτικό δεσμό πάνω ἀπό γεωγραφικά ὅρια,
θά καταφεύγει πάντα στίς πρῶτες ἔννοιες καί θεμελιώδεις πηγές τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ,
πού ἀποτυπώθηκαν στά μεγάλα κείμενα τῶν ἀρχαίων κλασσικῶν καί τοῦ χριστιανισμοῦ.
Αὐτή μπορεῖ νά ἀποδειχθεῖ καί ἡ κυριότερη προσφορά πού μπορεῖ νά δώσει στήν Εὐρώπη ἡ Ἑλλάδα,
τοῦτος ὁ  τ ό π ο ς  γ λ ώ σ σ α ς  κ α ί  ἱ σ τ ο ρ ί α ς .» (σελ.23)

Ἀπό τήν κλίμακα τῆς ποίησης


Στά πλαίσια τῆς ἔρευνας, τοῦ ἐργαστηρίου Δημιουργικῆς Γραφῆς Ἱστιαίας «ΔΙΑΠΟΡΘΜΕΥΩΝ ΛΟΓΟΣ»,
 γιά τή δυναμική τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας,
παραδίδουμε μέ τή μορφή σκυτάλης κάποια ἀπό τά φωτοφόρα πλατύσκαλα τῆς ἑλληνικῆς ποίησης.
Πρόκειται γιά ποιητικούς ἀναβαθμούς πού μᾶς ἐπιστρέφουν τό ὕψος.
Κλίμακες ἀπό τήν ἀναστάσιμη συνειδητότητα τῆς ἀνθρωπότητας.
Διάσελα πνευματικότητας καί διαισθαντικότητας. Καταφύγια τῆς καταδιωκόμενης ὀμορφιᾶς μας.
Ἀληθανθοί ἀπό εὐδόκιμες ἀναπνοές στό στάδιο τοῦ βίου, μέ πλέριο τό ἀκριβό ἄρωμα τῆς ὕπαρξης.
Ἀθανασίες ἀπό τήν αἰωνιότητα τῶν προσώπων.
Καθημερινότητες μέ ζέουσα τήν καθολικότητα τοῦ πνεύματος.
Χρόνοι ἔξω ἀπό τά δεσμά τῆς χρείας.
Ἐλευθερίες τῆς κεκρυμμένης Ἑλλάδας.
Σταλαγμοί πού ἐπιμένουν νά συλλαβίζουν φωτοτροπούμενο τό θαῦμα καί τή χαρά τοῦ κόσμου.
Χαρεῖτε τήν εὐγένεια τῶν ποιητικῶν στοχασμῶν καί τή διαχρονική δυναμική τους.


• Τό ἔθνος πρέπει νά μάθει νά θεωρεῖ ἐθνικόν ὅ,τι εἶναι ἀληθές. (Διονύσιος Σολωμός)

• Συμμετέχουμε στήν ὑπόθεση τοῦ φωτός. (Νικηφόρος Βρεττάκος)

• Ψυχή μου λυτρώσου ἀπ’ τόν κρίκο τοῦ σκότους.
Λίγο ἀκόμη νά σηκωθοῦμε λίγο ψηλότερα. (Γιώργος Σεφέρης)

• Πάντα ἀνοιχτά πάντα ἄγρυπνα τά μάτια τῆς ψυχῆς μου. (Διονύσιος Σολωμός)

• Ἐτοίμαζε τήν ψυχή σου.( Γιώργος Θέμελης)

• Τό σκοτάδι μέ χρωστάει στό φῶς.( Ὀδυσσέας Ἐλύτης)

• Ἡ φωνή μου ἤτανε προορισμένη μόνο γιά τούς αἰώνες. (Ἀγγελος Σικελιανός)

• Ἄλμα πιό γρήγορο ἀπό τή φθορά. (Ὀδυσσεας Ἐλύτης)

• Χῶμα ἠχολογάει χῶμα
Κι ὅμως πρέπει νά βρεῖ ἕνα νόμισμα ἡ ζωή. (Ὀδυσσέας Ἐλύτης)

• Εἰρήνη εἶναι ὅταν τοῦ ἀνθρώπου ἡ ψυχή γίνεται ἔξω στό σύμπαν ἥλιος
κι ὁ ἥλιος ψυχή μέσα στόν ἄνθρωπο. (Νικηφόρος Βρεττάκος)

• Διψασμένοι γιά λίγη λάμψη τοῦ ὄρους Θαβώρ. ( Ὀδυσσέας Ἐλύτης)

• Κατά βάθος εἶμαι ζήτημα φωτός. (Γιώργος Σεφέρης)

• Οἱ δοκιμασίες σταυρός τοῦ «ἐν τούτῳ νίκα» (Νίκος Γ. Πεντζίκης)

• Τέτοιες λέξεις: τέτοιες ψυχές. (Γιώργος Θέμελης)

• Ἀγάπα νά παίρνεις ἀνάσα. (Γιώργος Θέμελης)

• Ὁ κόσμος μόνο ὅταν τόν μοιράζεσαι ὑπάρχει. (Τάσος Λειβαδίτης)

• Ἐκεῖνα πού χαρίζεις πάνε στή ζωή. (Γιάννης Ρίτσος)

• «Μήν χάσουμε τήν ψυχή μας
Τά μάτια μας τέσσερα ( τά μάτια μας καί τήν ψυχή μας)». (Γιώργος Θέμελης)

• Θέλει ἀρετή καί τόλμη ἡ ἐλευθερία. (Ἀνδρέας Κάλβος)

• Ἕνα σβησμένο πρόσωπο σέ κάθε αὐλαῖα λήθης. (Ὀδυσσέας Ἐλύτης)

• Τά χέρια μου βρίσκονται σέ ἀδιάκοπη κίνηση
Ξεφορτώνω οῦρανό στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων. (Νικηφόρος Βρεττάκος)

• Ἴσως νά’ρθαμε γιά τοῦτες τίς μικρές ἀποκαλύψεις τοῦ μεγάλου θαύματος. (Γιάννης Ρίτσος)

• Χριστός Ἀνέστη μέ τά πρῶτα σπάρα τῶν Ἑλλήνων. ( Ὀδυσσέας Ἐλύτης)

• Ὑποσχέθηκα στόν πατέρα μου
πώς θά ἔκανα τό σκοτάδι κατοικήσιμο φῶς. (Νικηφόρος Βρεττάκος)

• Καί τό ὄνομα Ἑλλάδα, δέν εἶναι λέξη, ἀλλά λόγος
ὅλες οἱ λέξεις πού ὀνομάζουν τό φῶς. (Νικηφόρος Βρεττάκος)

• Ὁ μισθός τῶν ἀνθρώπων δέ φτάνει γιά νά βλέπουν
Δέ φτάνει νά γίνουνε πρόσωπα. (Νικηφόρος Βρεττάκος)

• Νά βάλλουμε τό εὐ μπροστά ἀπό τήν κάθε ἡμέρα μας, νά εὐπρεπίσουμε τήν καθημερινότητα μας.
Ἀνήκουμε στό σύνολο κόσμο, δέν εἴμαστε ἐφήμεροι, μετέχουμε στήν αἰωνιότητα.
Εἴμαστε ἡ ἐπικαιρότητά της...
Ἐμεῖς θά πρέπει νά οἰκονομήσουμε τή ζωή μας, ὄχι ἡ οἰκονομία ἐμᾶς. (Χρῆστος Μποκόρος: Τά στοιχειώδη)

• Ἄς μήν τό κρύβουμε διψᾶμε γιά οὐρανό (Μίλτος Σαχτούρης)

• Τό ρολόι πού μᾶς ἀφορᾶ δέν εἶναι αὐτό πού καταμετρᾶ τίς ὥρες
ἀλλά πού κατανέμει τό μέρος τῆς φθορᾶς καί τῆς ἀφθαρσίας τῶν πραγμάτων. ( Ὀδυσσέας Ἐλύτης)

• Ἀλλ’ἥλιος ἀλλ’ἀόρατος αἰθέρας κοσμοφόρος. (Διονύσιος Σολωμός)

• Οἱ ζωγραφιές τοῦ ἀνάστα ὁ Θεός. .(Ὀδυσσέας Ἐλύτης)

• Πρός τί; Πρός τί;
Φτάνει πιά, φτάνει πιά.
Στό φῶς, στό φῶς, στό φῶς. (Ὀδυσσέας Ἐλύτης)

• Εὐδόκιμοι σάν τόν Χριστό (Κ. Μόντης)

• Παράδοση εἶναι ἡ κοινωνία μέ τούς ζῶντες ἄσχετα ἄν ζοῦν βιολογικά ἤ εἶναι κεκοιμημένοι. (Ζήσιμος Λόρεντζάτος)

• Ἐτάχτηκα παιδαγωγός. Πρέπει νά ἐκφράσω τό αἰώνιο συνολικό πρόσωπο τῆς ζωῆς. (Νίκος Γ. Πεντζίκης)

• Φῶς καί πάλι φῶς ἡ ψυχή πού μάχεται. (Ὀδυσσέας Ἐλύτης)

• Λάβετε ὑπομονή αὐτό εἶναι τό πρῶτο μάθημα τοῦ κόσμου. ( Χρῆστος Μποκόρος)

• Ἄν ὑπάρχει περίπτωση Θερμοπυλῶν ἀναφέρατε. (Κώστας Μόντης)

• Ὥ καρδιορίζωμα τῆς προσευχῆς περίστυλο τοῦ ἀντρίκειου στοχασμοῦ. (Ἀγγελος Σικελιανός)

• Καμμιά λευτεριά δέν κερδίζεται χωρίς κάποια δική μας θυσία. (Γιάννης Ρίτσος)

• Δέν ἔχει ὅρια ἡ εὐφράδεια τῆς Σταύρωσης. (Νίκος Καρούζος)

• Μοῦ ἀρκεῖ νά γνωρίζω ὅτι στάζει Θεό στίς ψυχές τῶν παιδιῶν ἡ λάμψη τῶν λέξεων. (Νικηφόρος Βρεττάκος)

• Θέλω νά μιλήσω μέ δύναμη γιά νά μπορέσει νά κατορθωθεῖ ἡ ζωή στόν τόπο μου. (Νίκος Γ. Πεντζίκης)

• Καί πιά δέν εἶναι τίποτα πού νά λυγίζει τή ζωή σου καί τά μάτια σου..
καί τίποτα δέν εἶναι πού νά μήν μπορεῖς νά στρέψεις τή μορφή του πρός τόν ἥλιο. (Γιάννης Ρίτσος)

• Ἤ θά περπατήσουμε στόν οὐρανό ἤ κάντε μας τή χάρη.
Δέν ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό μικρές ζωές. (Κώστας Μόντης)

• Ἡ σιωπή κάνει τόν κόσμο πιό μεγάλο, ἡ θλίψη πιό δίκαιο. (Τάσος Λειβαδίτης)

• Τά μάτια σου κυνηγᾶν τούς οὐρανούς
παίρνουν τόν ἥλιο τό κατόπι. (Κώστας Μόντης)

• Τήν ἄνοιξη ἄν δέν τήν βρεῖς τήν φτιάχνεις. (Ὀδυσσέας Ἐλύτης)

• Ὁ ἄγγελος τοῦ ἔαρος μοῦ φώναζε:
-Μή στενεύεις, ἁγίαζε μονάχα. (Νίκος Καρούζος)