Τά γράμματα πού ἤξεραν οἱ πρόγονοί μου λίγα. Παραμυθητικό σέβας ἡ σπουδή τῆς ζωῆς τους .
Ταπεινοί ἐργάτες τῆς ἀνοιχτῆς γῆς, πού κάθε πού ἀποσπέριζαν διαφέντευαν τόν χρόνο.
Δέν ὑπῆρχαν οἱ γυάλινες ρουφήχτρες τῆς θαλπωρῆς, δίχως ἐμπόδιο γεφυρώνονταν οἱ ἀναπνοές τους.
Φωνή καί σιωπή βασιλικά ἰσοζυγιασμένα, ἰσόκυρα κυβερνημένα ὅπως ζωή καί μύθος.
Τό ἦθος τοῦ τρόπου τους ἄναβε τοῦ Ἄξιον Ἐστί τό Κυριακοδρόμιο.
Στό εἰκονοστάσι ἀγρυπνοῦσαν προσευχές καί στό παραγώνι παραμύθια.
Ἀποθησαυρίσματα πού χρησμολογοῦσαν θαύματα στά τραύματα τοῦ βίου.
Κάποτε βημάτιζαν στίς καρδιές μας ἔμμετρα σάν ἀρχοντικός ρυθμός ἀναπνοῆς. Ψαλμοί καί μύθοι.
Κι ἀπό κοντά ἀφηγήσεις γιά παρουσίες καί μεσιτείες τῶν ἁγίων μας.
Κεχαριτωμένες μαρτυρίες γιά «τό πολύ σιμᾶ κι ὅμως ἀόρατο» τόπο τῆς ψυχῆς.
Ταπεινοί ἐργάτες τῆς ἀνοιχτῆς γῆς, πού κάθε πού ἀποσπέριζαν διαφέντευαν τόν χρόνο.
Δέν ὑπῆρχαν οἱ γυάλινες ρουφήχτρες τῆς θαλπωρῆς, δίχως ἐμπόδιο γεφυρώνονταν οἱ ἀναπνοές τους.
Φωνή καί σιωπή βασιλικά ἰσοζυγιασμένα, ἰσόκυρα κυβερνημένα ὅπως ζωή καί μύθος.
Τό ἦθος τοῦ τρόπου τους ἄναβε τοῦ Ἄξιον Ἐστί τό Κυριακοδρόμιο.
Στό εἰκονοστάσι ἀγρυπνοῦσαν προσευχές καί στό παραγώνι παραμύθια.
Ἀποθησαυρίσματα πού χρησμολογοῦσαν θαύματα στά τραύματα τοῦ βίου.
Κάποτε βημάτιζαν στίς καρδιές μας ἔμμετρα σάν ἀρχοντικός ρυθμός ἀναπνοῆς. Ψαλμοί καί μύθοι.
Κι ἀπό κοντά ἀφηγήσεις γιά παρουσίες καί μεσιτείες τῶν ἁγίων μας.
Κεχαριτωμένες μαρτυρίες γιά «τό πολύ σιμᾶ κι ὅμως ἀόρατο» τόπο τῆς ψυχῆς.
Θά ἀναρρωτηθεῖτε τί θέση μπορεῖ νά ἔχει στήν κατακλυσμιαία ἀπό ἐμπορικά θεάματα ἐποχή μας ἕνα ἔμμετρο παραμύθι.
Πρωτίστως εἶναι πόρος καί τόπος ἀναπνοῆς, ἐπίγνωσης καί συνάντησης.
Σάν τή στάλα τοῦ νεροῦ πού ἐπιμένοντας τρώει τό βράχο, ὁ ρυθμικός σταλαγμός τοῦ μύθου ὡς δάκρυο νοήματος,
ἔχει τήν εὐλογία νά ἁλώνει μυστικά τήν φαντασμαγορική ὀρφάνια τῆς πτώσης καί νά μᾶς ἐπιστρέφει στόν βασιλικό τόπο τῆς εὐχῆς,
στή χώρα τῶν Ζώντων, ἀπ᾽ ὅπου μέ χρόνους μέ καιρούς δυνάμεθα νά ἀξιωθοῦμε «τήν στολήν τήν πρώτην» γιά τή χαρά τοῦ Νυμφώνος.
Ἡ ὀρφανεμένη καί ἔκπτωτη, στή δυναστεία τῆς «μητριᾶς», ψυχή μας δέν παύει, οὔτε στιγμή στά μυστικά της βάθη ,νά ποθεῖ τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Πρωτίστως εἶναι πόρος καί τόπος ἀναπνοῆς, ἐπίγνωσης καί συνάντησης.
Σάν τή στάλα τοῦ νεροῦ πού ἐπιμένοντας τρώει τό βράχο, ὁ ρυθμικός σταλαγμός τοῦ μύθου ὡς δάκρυο νοήματος,
ἔχει τήν εὐλογία νά ἁλώνει μυστικά τήν φαντασμαγορική ὀρφάνια τῆς πτώσης καί νά μᾶς ἐπιστρέφει στόν βασιλικό τόπο τῆς εὐχῆς,
στή χώρα τῶν Ζώντων, ἀπ᾽ ὅπου μέ χρόνους μέ καιρούς δυνάμεθα νά ἀξιωθοῦμε «τήν στολήν τήν πρώτην» γιά τή χαρά τοῦ Νυμφώνος.
Ἡ ὀρφανεμένη καί ἔκπτωτη, στή δυναστεία τῆς «μητριᾶς», ψυχή μας δέν παύει, οὔτε στιγμή στά μυστικά της βάθη ,νά ποθεῖ τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Γιορτινές μέρες μέ ἐπιστρέφει ἡ μνήμη στήν ἀγάπη τῶν προγόνων μου καί μέ τό παραμύθι τους ἔρχομαι νά εὐχηθῶ
ἡ εἰρήνη καί ἡ εὐδοκία πού εὐαγγελίζονται τά Χριστούγεννα στή βαθιά καρδιά μας
νά ζωογονήσουν τή θαλπωρή τῆς μυστικῆς μας ἀναπνοῆς.
ἡ εἰρήνη καί ἡ εὐδοκία πού εὐαγγελίζονται τά Χριστούγεννα στή βαθιά καρδιά μας
νά ζωογονήσουν τή θαλπωρή τῆς μυστικῆς μας ἀναπνοῆς.
Ἡ ἔμμετρη Σταχτοπούτα καί ὁ τόπος τῆς εὐχῆς
Μιά μάνα εἶχε ὄμορφη ἀκριβοθυγατέρα
Ὁ ἥλιος δέν τήν ἔβλεπε ἡ νύχτα καί ἡ μέρα.
Τήν ἔλουζε τή χτένιζε μέ φιλντισένιο χτένι
Στά πούπουλα τήν κοίμιζε τή μοσχαναθρεμένη.
Μά ἦρθε καιρός καί πέθανε ἡ μάνα ἡ καημένη
Κι ἔμεινε ἡ κόρη ὀρφανή ἔμεινε ὀρφανεμένη.
Πολύς καιρός δέν πέρασε ὁ κύρης της παντρεύτει
Πῆρε γυναίκα μιάν ὀχιά τήν ἔβανε νά γνέθει.
Τῆς δίνει κρίθινο ψωμί καί τό νερό μετροῦσε
Εἶχε δυό κόρες πού αὐτές πολύ τίς ἀγαποῦσε.
Τίς ἔντυνε μές στά χρυσά ροῦχα καμαρωμένα
Τῆς ὀρφανῆς τά πέταξε, τῆς βάζει ξεσκισμένα.
Τῆς λέγει εἶσαι ὀρφανή στόν κόσμο δέν θά βγαίνεις
Σύρε νά πᾶς στό μαγειριό καί δούλα μας νά γένεις.
Τήν παίρνει τό παράπονο καί μέ καρδιά θλιμμένη
Τή νύχτα τά μεσάνυχτα στό κοιμητήρι μπαίνει.
Μανούλα φαρμακώνομαι, μανούλα τυραννιέμαι
Σήκω μανούλα μου ἀπ’τή γῆ καί παρηγόρησέ με
Πού ξένες ἔκανα ἀδελφές καί ξένη μέ φωνάζουν
Καί ξένη μάνα ἔκανα σά δούλα μέ προστάζουν.
Μοῦ δίνουν κρίθινο ψωμί, νεράκι μετρημένο
Κοιμᾶμαι μέσα στ᾽ ἄχυρα τόν ὕπνο δέν χορταίνω.
Ἡ πλάκα ὅλη ἐσείστηκε, βραχνή φωνή ἐβγῆκε
Ἡ μάνα τή σπλαχνίστηκε καί τρυφερά τῆς εἶπε:
Σύρε παιδί μου στό καλό, σύρε καί στήν εὐχή μου
Κι αὔριο βράδυ θέ νά δεῖς ὅ,τι ποθεῖ ἡ ψυχή σου.
Ἦρθε τό βράδυ καί χαρά ἐγένετο στήν πόλη
Εἶχε χορό ὁ βασιλιᾶς καί καλεσμένοι ὅλοι.
Ἐπῆγε καί ἡ μητριά μαζί μέ τίς δυό κόρες
Κι ἡ ὀρφανούλα ἔμεινε μονάχη μέ τίς ὥρες.
Τήν παίρνει τό παράπονο μπαίνει στήν καμαρά της
Καί πάνω στό προσκέφαλο βρίσκει τή φορεσιά της.
Λούστη, χτενίστη κι ἄλλαξε, τή φορεσιά της βάνει
Κάνει τό σύννεφο ἄλογο καί στό παλάτι φτάνει.
Σταμάτησαν τά ὄργανα στέκουν καί τήν κοιτάζουν
Ποιά εἶναι λέει ὁ βασιλιᾶς πού ὅλοι τή θαυμάζουν.
Μήν εἶναι νύφη τοῦ οὐρανοῦ , μήν εἶναι νεραῒδα
Ποιά μάνα τήν ἐγέννησε καί ποιά ἔχει πατρίδα;
Τό νοῦ του χάνει ὁ βασιλιᾶς, μόνο μ᾽ αὐτή χορεύει
Μά σήμαναν μεσάνυχτα κι ἀλαφιασμένη φεύγει.
Κι ἀπ᾽ τήν πολύ τή βιάση της νά μήν τή δεῖ ἕνα μάτι
Πέφτει τό πασουμάκι της στό πάνω σκαλοπάτι.
Τρέχει τ᾽ ἀρπάζει ὁ βασιλιᾶς, θαυμάζει τέτοια χάρη
Ποτές του δέν εἶχε ἰδεῖ τέτοιο λογῆς ποδάρι.
Δούλους καί σκλάβους πρόσταξε παντοῦ νά τό γυρίσουν
Βουνά λαγκάδια νά διαβοῦν νά τήν ἀναζητήσουν.
Μικρές μεγάλες τό᾽ βαλαν δέν ταίριαζε σέ ὅλες
Τό᾽ βαλε καί ἡ μητριά μαζί μέ τίς δυό κόρες.
Ἡ μητριά τούς ἔδιωχνε, τριγύρω τή κοιτᾶτε
Κόρη δέν ἔχει ἄλλη καμιά καί μή χασομερᾶτε.
Ἡ βιάση της τούς ξάφνιασε καί δέν τήν ἐπιστέψαν
Σέ κάθε τόπο τοῦ σπιτιοῦ νά ψάξουνε γυρέψαν.
Ψάχνουν ἐδώ , ψαχνοῦν ἐκεῖ, τή βρίσκουν μές τ᾽ ἀμπάρι
Τῆς τό φοροῦν καί ταιριαστό τῆς ἦρθε στό ποδάρι.
Ἀπό τό χέρι τήν ἀρπᾶν, στό βασιλιᾶ τήν πᾶνε
Κι ἡ μητριά κι οἱ κόρες της ἀπ᾽ τό κακό τους σκάνε.
Μόλις τήν εἶδε ὁ βασιλιᾶς ἐμπρός της γονατίζει
Βασίλισσα τήν ἔκανε τό θρόνο τῆς χαρίζει.
ΥΓ. Ἔμμετρα ἀφηγούνταν τό Κατερνάκι τοῦ Γιαλοῦ τό παραδοσιακό αὐτό παραμύθι στά δικά της τέκνα,
σάν ἄλλη Σταχτοπούτα, γιατί εἶχε κι αὐτή ὀρφανέψει καί μέ πολύ ἀγάπη ὑπηρετήσει τά μικρότερα ἀδέλφια της καί τόν πατέρα της. Ἀπό τήν κόρη της καί μητέρα μου Μαρία , γενεές τρεῖς ἀπό τότε, μάνα, κόρη καί ἐγγονή, τό παραδίδουμε σήμερα στήν μνημοσύνη τῶν χρόνων μας. (Γιαλό ὀνομάζουμε τόν Ὄρμο Μαραθοκάμπου τῆς Σάμου).
Οἱ στίχοι σέ πλάγια γραφή προστεθήκαν ἐκ τῶν ὑστέρων διότι ἔχει λησμονηθεῖ ἡ ἀρχική στιχομυθία.
Ὁ ἥλιος δέν τήν ἔβλεπε ἡ νύχτα καί ἡ μέρα.
Τήν ἔλουζε τή χτένιζε μέ φιλντισένιο χτένι
Στά πούπουλα τήν κοίμιζε τή μοσχαναθρεμένη.
Μά ἦρθε καιρός καί πέθανε ἡ μάνα ἡ καημένη
Κι ἔμεινε ἡ κόρη ὀρφανή ἔμεινε ὀρφανεμένη.
Πολύς καιρός δέν πέρασε ὁ κύρης της παντρεύτει
Πῆρε γυναίκα μιάν ὀχιά τήν ἔβανε νά γνέθει.
Τῆς δίνει κρίθινο ψωμί καί τό νερό μετροῦσε
Εἶχε δυό κόρες πού αὐτές πολύ τίς ἀγαποῦσε.
Τίς ἔντυνε μές στά χρυσά ροῦχα καμαρωμένα
Τῆς ὀρφανῆς τά πέταξε, τῆς βάζει ξεσκισμένα.
Τῆς λέγει εἶσαι ὀρφανή στόν κόσμο δέν θά βγαίνεις
Σύρε νά πᾶς στό μαγειριό καί δούλα μας νά γένεις.
Τήν παίρνει τό παράπονο καί μέ καρδιά θλιμμένη
Τή νύχτα τά μεσάνυχτα στό κοιμητήρι μπαίνει.
Μανούλα φαρμακώνομαι, μανούλα τυραννιέμαι
Σήκω μανούλα μου ἀπ’τή γῆ καί παρηγόρησέ με
Πού ξένες ἔκανα ἀδελφές καί ξένη μέ φωνάζουν
Καί ξένη μάνα ἔκανα σά δούλα μέ προστάζουν.
Μοῦ δίνουν κρίθινο ψωμί, νεράκι μετρημένο
Κοιμᾶμαι μέσα στ᾽ ἄχυρα τόν ὕπνο δέν χορταίνω.
Ἡ πλάκα ὅλη ἐσείστηκε, βραχνή φωνή ἐβγῆκε
Ἡ μάνα τή σπλαχνίστηκε καί τρυφερά τῆς εἶπε:
Σύρε παιδί μου στό καλό, σύρε καί στήν εὐχή μου
Κι αὔριο βράδυ θέ νά δεῖς ὅ,τι ποθεῖ ἡ ψυχή σου.
Ἦρθε τό βράδυ καί χαρά ἐγένετο στήν πόλη
Εἶχε χορό ὁ βασιλιᾶς καί καλεσμένοι ὅλοι.
Ἐπῆγε καί ἡ μητριά μαζί μέ τίς δυό κόρες
Κι ἡ ὀρφανούλα ἔμεινε μονάχη μέ τίς ὥρες.
Τήν παίρνει τό παράπονο μπαίνει στήν καμαρά της
Καί πάνω στό προσκέφαλο βρίσκει τή φορεσιά της.
Λούστη, χτενίστη κι ἄλλαξε, τή φορεσιά της βάνει
Κάνει τό σύννεφο ἄλογο καί στό παλάτι φτάνει.
Σταμάτησαν τά ὄργανα στέκουν καί τήν κοιτάζουν
Ποιά εἶναι λέει ὁ βασιλιᾶς πού ὅλοι τή θαυμάζουν.
Μήν εἶναι νύφη τοῦ οὐρανοῦ , μήν εἶναι νεραῒδα
Ποιά μάνα τήν ἐγέννησε καί ποιά ἔχει πατρίδα;
Τό νοῦ του χάνει ὁ βασιλιᾶς, μόνο μ᾽ αὐτή χορεύει
Μά σήμαναν μεσάνυχτα κι ἀλαφιασμένη φεύγει.
Κι ἀπ᾽ τήν πολύ τή βιάση της νά μήν τή δεῖ ἕνα μάτι
Πέφτει τό πασουμάκι της στό πάνω σκαλοπάτι.
Τρέχει τ᾽ ἀρπάζει ὁ βασιλιᾶς, θαυμάζει τέτοια χάρη
Ποτές του δέν εἶχε ἰδεῖ τέτοιο λογῆς ποδάρι.
Δούλους καί σκλάβους πρόσταξε παντοῦ νά τό γυρίσουν
Βουνά λαγκάδια νά διαβοῦν νά τήν ἀναζητήσουν.
Μικρές μεγάλες τό᾽ βαλαν δέν ταίριαζε σέ ὅλες
Τό᾽ βαλε καί ἡ μητριά μαζί μέ τίς δυό κόρες.
Ἡ μητριά τούς ἔδιωχνε, τριγύρω τή κοιτᾶτε
Κόρη δέν ἔχει ἄλλη καμιά καί μή χασομερᾶτε.
Ἡ βιάση της τούς ξάφνιασε καί δέν τήν ἐπιστέψαν
Σέ κάθε τόπο τοῦ σπιτιοῦ νά ψάξουνε γυρέψαν.
Ψάχνουν ἐδώ , ψαχνοῦν ἐκεῖ, τή βρίσκουν μές τ᾽ ἀμπάρι
Τῆς τό φοροῦν καί ταιριαστό τῆς ἦρθε στό ποδάρι.
Ἀπό τό χέρι τήν ἀρπᾶν, στό βασιλιᾶ τήν πᾶνε
Κι ἡ μητριά κι οἱ κόρες της ἀπ᾽ τό κακό τους σκάνε.
Μόλις τήν εἶδε ὁ βασιλιᾶς ἐμπρός της γονατίζει
Βασίλισσα τήν ἔκανε τό θρόνο τῆς χαρίζει.
ΥΓ. Ἔμμετρα ἀφηγούνταν τό Κατερνάκι τοῦ Γιαλοῦ τό παραδοσιακό αὐτό παραμύθι στά δικά της τέκνα,
σάν ἄλλη Σταχτοπούτα, γιατί εἶχε κι αὐτή ὀρφανέψει καί μέ πολύ ἀγάπη ὑπηρετήσει τά μικρότερα ἀδέλφια της καί τόν πατέρα της. Ἀπό τήν κόρη της καί μητέρα μου Μαρία , γενεές τρεῖς ἀπό τότε, μάνα, κόρη καί ἐγγονή, τό παραδίδουμε σήμερα στήν μνημοσύνη τῶν χρόνων μας. (Γιαλό ὀνομάζουμε τόν Ὄρμο Μαραθοκάμπου τῆς Σάμου).
Οἱ στίχοι σέ πλάγια γραφή προστεθήκαν ἐκ τῶν ὑστέρων διότι ἔχει λησμονηθεῖ ἡ ἀρχική στιχομυθία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου