ΤΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΕΙΡΗΝΗΣ
Δός μοι Κύριε τήν ἀρχοντιά τῆς εἰρήνης Σου
τήν ἡσύχιον χαρά τῆς καθολικότητάς Σου.
Σάν προπέλες οἱ δοκιμές μετουσιώνουν τά σκοτεινά τῆς ὕπαρξης βάθη σέ οὐρανόστηθη ρότα.
Ἐν πλῷ, λοιπόν, μέ πανιά τῆς ψυχῆς ἀνοιχτά.
Ἡ ὄντως εἰρήνη δέν εἶναι ἀπουσία ταραχῶν, δοκιμασιῶν, πολέμων.
«Στήν ἀθωότητα τοῦ Θεοῦ δέν ὐπάρχει τραγικότητα. Ἡ τραγωδία εἶναι στό βίο τῶν ἀνθρώπων
πού τό βλέμμα τους δέν ξεπέρασε ποτέ τά ἀνθρώπινα ὅρια» ( Γερ. Σωφρόνιος).
Κάθε τραγικότητα τοῦ βίου ὀφείλεται στήν ὀντολογική ἀστοχία μας.
Ἁμαρτία εἶναι ἡ ἐμπόλεμη ὡς πρός τήν ἀλήθεια σύρραξη τῆς πτωτικῆς μας συνείδησης.
Εἰρήνη εἶναι ὁ θεῖος καιρός πρίν τόν ἔκπτωτο χρόνο μας.
Εἶμαι ἕνα σκοτάδι πού νιώθοντας τήν ἀφή τοῦ Θεοῦ ἀνάβει.
Ἀναμερίζει, τότε, ἡ παχυλότητα τοῦ χρόνου καί μιά μεθεκτική αὔρα τυλίγει σά βρέφη ὅλα τά πράγματα.
Εἶναι σά νά βλέπεις γιά πρώτη φορά. Ἱερή δόξα τῆς ὅρασης.
Κοιτᾶς ὄχι μέ τά μάτια ἀλλά μέ τήν αἴσθηση τοῦ Θεοῦ στήν καρδιά. Ὁ πανταχοῦ ἀναστάσιμος ἄνεμος κερδίζει τήν ἀναπνοή σου.
Τίποτα δέν εἶναι φθαρτό πιά. Νιώθεις σέ κάθε τι τήν ἄυλη δόξα του.
Ἡ εἰρήνη μπολιάζει τόν χρόνο ἀθανασία. Ἡ εἰρήνη γίνεται εἴσοδος στήν καθολικότητα τῆς θείας μακαριότητας.
Ὅταν ἐπιστρέφεις στόν χρόνο, ὁ χρόνος σέ σέβεται.
Οἱ ἐναντιότητες ἀναγνωρίζουν τόν Κύριο τῆς εἰρήνης σου καί σαστίζουν
καθώς σέ βλέπουν ἐλαχιστότατο, σέ μιά μηδενική πιά συχνότητα πού δέν μποροῦν νά ἀγγίξουν.
Ὁ χρόνος γίνεται βαθύς, ἀτελεύτητος μές στό αἰώνιο
ἄν στέκεις ἀκόμη ἐδῶ εἶναι γιά νά μήν ἀπουσιάσεις ποτέ
ἀπό τήν ροή τῶν αἰώνων.
Ἡ χοϊκή σκιά πού σέ κατοικεῖ παίρνει χροιά ἀθανασίας.
Κι ὁλοένα ρέεις ἀπό τήν προσευχή στόν λόγο
Καθώς χάρη μεθεκτική μερώνει τίς ρεματιές τοῦ βίου
Ἐνῶ ἡ ζῶσα σιωπή εἶναι πιά τό κοινό σῶμα τῆς ἀλήθειας
Γιά νά ἀνταμώνει ἡ ψυχή τόν ἑαυτό της στήν ὕλη
Καί νά γίνεται
Ε ἰ ρ ή ν η
Τό αἷμα τοῦ πνεύματος εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων.
Εἰρήνη εἶναι ὁ θεῖος χῶρος μέσα στήν ὕπαρξη.
Ὄχι, δέν εἶναι μιά ἐξωτερική συνθήκη. Εἶναι πνοή τοῦ Θεοῦ πού σκηνώνει μυστικά στήν πνοή σου.
Τήν οὐσία κρατᾶ ἡ ἀναπνοή πού μετέχει.
Ἄν τό μυστήριο δέν ἔχει γίνει σῶμα σου ἀρετή δέν ἔχεις.
Στή ἱερή κράση τῆς παρθενικότητάς σου, ἐμπιστεύεται ὁ Θεός τίς ἡμέρες σου ὡς τῆς καλῆς ἐλπίδος ἀκρωτήρια.
Ἡ κατ’οὐσίαν κίνηση τῆς ἐλπίδος εἶναι σύνδεσμος εἰρήνης. Παρουσία ἀναστάσιμη.
Εὐσύνοπτη καθολικότητα ἀπό τή μυστική ἐνοικείωση τῆς χάρης.
Μέλη σου τότε οἱ κορυφές καί τά ἀνοιχτά πελάγη μέλη. Βαδίζεις καί κοινωνεῖς τίς ἀρετές τοῦ Θεοῦ.
Χάνει τή φθαρτή περιβολή του ὁ κόσμος καί ὡς φῶς πού ὁρᾶ, σῶμα ἀποκτᾶ τήν ἑνότητα τή θεία.
Ἐνδύεται ὁ Κύριος σώματα τόσα πού σοῦ ἀφαιροῦν τόν θάνατο. Ἡ πιό βαθιά αὔρα τῆς ἡμέρας σοῦ γίνεται ροῦχο.
Ἔτσι σέ μοίρανε ἡ ἀλήθεια Του. Μές στό σκοτάδι νά λάμπεις σάν πανσέληνος στόχος, μ’ ὅλα τά μάτια τῶν ἐλπίδων στραμμένα ἐπάνω σου.
Ἡ παρουσία ἀποκτᾶ τρυφερότητα θεία. Γίνεται χέρι πού μεταγγίζει ἀνατολή στό αἷμα τῆς δύσης.
«Δόξα τῇ μακροθυμίᾳ σου Κύριε»
Ἐκστασιασμένη ἀπό τήν ὡραιότητά σου Χριστέ, ἀκινητοῦσα προσευχόμενη μπρός στήν εἰκόνα τῆς ἄκρας ταπεινώσεώς Σου. Μοναδική ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς κίνηση, μιά θερμή ἀνάβρυζε παράκληση: «Δός μου τήν εἰκόνα σου Κύριε». Καί ὡς ἀκριβός οἰκεῖος ἐνέκυψες καί ζωῆς αἰωνίου ὑπόσταση ἔδειξες:
«Αὐτό δέν ἔκανα;
Δέν σοῦ ἔχω ἐξ ἀρχῆς παραδώσει τό
«κατ’εἰκόνα» μου;»
Αὐτό πού ἔλειψε εἶναι ἡ ἀγωγή πρός τό μυστήριο.
Συνηθίσαμε νά κινούμαστε τόσο γρήγορα πού προσπερνοῦμε τήν ἀναπνοή μας.
«Ὥς ἀναπνοή θά πρέπει νά ἐννοήσετε τήν πνευματικότητα» γράφει ὁ Ν. Γ. Πεντζίκης.
Ἡ ὄντως εἰρήνη εἶναι ἀναπνοή ἐν Θεῷ. «Ἀς λάβουμε συνείδηση τῆς πνοῆς μας» (Πεντζίκης).
Δέν εἶναι φτιαγμένη ἡ ζωή γιά νά τήν τρέχουμε.
Πρέπει νά δίνουμε στό φῶς χρόνο νά ἀνασαίνει.
Ἡ στιγμή πού ξεγλιστρᾶ καί μᾶς ἀφήνει ἀδειανούς
Εἶναι ἐκείνη τοῦ φωτός
πού δέν τήν θωπεύσαμε ἀνεβατή εἰρήνη.
Εἰρήνη εἶναι ὁ ἐν δυνάμει πόρος τῆς χάριτος.
Παγιδευτήκαμε σέ μιά ἐγκεφαλική ἐκπαίδευση πού εὐνούχισε τήν ὕπαρξη.
Κούφωσε ἡ ζωή δίχως ἀγωγή γιά τό μυστήριο. Κουρέλια ντύθηκε ὁ ἥλιος καί ἡ καρδιά κρύωσε.
Ἡ ἀναπνοή κατάντησε ἐρημοποιητική δυναστεία καί ἡ λογική φέρετρο τοῦ μυστηρίου.
«Ἔχουμε τρελαθεῖ.
Εἶναι σάν νά τό ἔχουν κλείσει τό φῶς μέσα σέ ἕνα σεντούκι.
Ὅμως παλεύει νά βγεῖ ἀπό τό σεντούκι.»
( Δημήτριος Παπαδάκης, ἐτῶν: 7!)
Πρέπει νά ξανακινηθοῦμε μυσταγωγικά μέσα στόν χρόνο κόσμο, ξεκλειδώνοντας ἀντίληψη ἁγιότητας.
Νά διαισθανθοῦμε τό θεῖο ρίγος πού διαποτίζει τή σιωπή,
ὥστε νά διασταλεῖ στήν ψυχή ἡ καινή στιγμή τῆς ὑπάρξεως: ἡ στιγμή τῆς πίστης,
πού μετουσιώνει τήν ἀναπνοή σέ ἀναστάσιμη ἑνοποιητική θαλπωρή τῶν διεστώτων.
Αὐτή ἡ ἀσκητική τῆς ἀλήθειας προϋποθέτει πόρο συντονισμοῦ μέ τό μυστήριο.
Καί ἡ ἐν δυνάμει προσέγγιση μέ τό μυστήριο, εἶναι πόρος εἰρήνης βαθειᾶς.
Ὥστε νά μπορέσουν οἱ διψασμένες σιωπές μας νά ἐνστερνιστοῦν τήν πνοή τοῦ Κυρίου τους .
Εἰρήνη εἶναι τοῦ μυστηρίου ἡ δύναμη.
Ἡ εἰρήνη γίνεται συνείδηση πού ἐπιστρέφει:
Ἐπιστρέφω στήν κοίτη μου
ἐκεῖ πού Ἐσύ εἶσαι.
Μόνη ἀπόκριση τούτη ἡ ἐπιστροφή εἶναι.
Ὥστε νά καταλυθεῖ στό ὄνομα τῆς ἀγάπης κάθε φθορά μέ αἰωνιότητα.
Ἡ εἰρήνη γίνεται τό καινό δέρμα τῆς χάριτος
καί ἡ ἀγάπη τό καινό δέρμα τῆς αἰωνιότητος.
Μακροθυμία μυστική πού ἐπισυνάγει τά πάντα στόν Ύψιστο. Κλήση Κυρίου ὡς ἀέναο «ἐλθέ» ἐπί σφόδρα κυματούμενων ὑδάτων.
Ὁ πιό δυνατός Παράδεισος πού ἔζησα ἦταν ἡ ματιά τῆς εὐχαριστίας, κάθε πού ἔπαιρνα εὐλογία νά γίνω ἡ ἀπροσδόκητη διακονία,
ἡ δροσερή αὔρα στήν τρικυμία τοῦ βίου. Δέν τό συνειδητοποιοῦσα, ἀλλά ἦταν τότε πού βάδιζα στά νερά δίχως νά καταποντίζομαι,
σταυρόθυμα ἀκυρώνοντας τήν ψευδή αὐτονομία τῆς ὕπαρξης.
Ἀλλοιώνονταν ἡ καρδιά σέ ναό τῆς τοῦ Θεοῦ Εἰρήνης
καί τά εἰκονίσματα τῶν προσώπων, μακρόθυμα μές τίς δοκιμασίες, ἔλαμπαν.
Τά στοιχεῖα τοῦ κόσμου ὐποτάσσονταν.
Σά νά ἔκανε στάση ἡ ψυχή, λύοντας τόν χρόνο μιά στιγμή νά δεῖ τό ἀληθινό της σῶμα.
Καί δέν τρόμαξε ἀπό τό ἀπόλυτο σκοτάδι, μά μιά στιγμή, συγκεράστηκε Νυμφίου σῶμα
κι ἐκστασιάστηκε σέ μήτρα πού ἔπιασε νά δίνει στό φῶς, μορφές βαθιά ἀνθρώπινες, βαθιά θεῖες.
Ἡ στιγμή δέν περνᾶ πιά ἀλλά σώζεται. Ἔχει εὐλογηθεῖ ὁ καιρός.
Ὅλα τά ὀνόματα τοῦ κόσμου σοῦ γίνονται οἰκεῖα, ὅλα τά σκοτάδια νήματα νά ὑφάνεις φῶς,
ὅλα τά σκιρτήματα ἐκκλησιές νά προσκυνᾶς τόν Αἰώνιο.
Οἱ μέρες σου ὅλες ἀχνιστά καρβέλια φωτός, ἀντίδωρα ἀληθείας.
Ἡ Παναγιά κατεβαίνει τακτικά ἀπό τό εἰκονοστάσι καί ξεσκονίζει τήν εἰκόνα σου.
Ε ἰ ρ ή ν η!
Εὔχομαι ὑγεία θείου φωτός στήν ἀναπνοή μας
καί εὐγένεια εἰρήνης στούς χρόνους μας.
ΥΓ. Τό κείμενο δημοσιεύτηκε στό περιοδικό "Πειραϊκή Ἐκκλησία" τεῦχος Δεκεμβρίου 2017
Δός μοι Κύριε τήν ἀρχοντιά τῆς εἰρήνης Σου
τήν ἡσύχιον χαρά τῆς καθολικότητάς Σου.
Σάν προπέλες οἱ δοκιμές μετουσιώνουν τά σκοτεινά τῆς ὕπαρξης βάθη σέ οὐρανόστηθη ρότα.
Ἐν πλῷ, λοιπόν, μέ πανιά τῆς ψυχῆς ἀνοιχτά.
Ἡ ὄντως εἰρήνη δέν εἶναι ἀπουσία ταραχῶν, δοκιμασιῶν, πολέμων.
«Στήν ἀθωότητα τοῦ Θεοῦ δέν ὐπάρχει τραγικότητα. Ἡ τραγωδία εἶναι στό βίο τῶν ἀνθρώπων
πού τό βλέμμα τους δέν ξεπέρασε ποτέ τά ἀνθρώπινα ὅρια» ( Γερ. Σωφρόνιος).
Κάθε τραγικότητα τοῦ βίου ὀφείλεται στήν ὀντολογική ἀστοχία μας.
Ἁμαρτία εἶναι ἡ ἐμπόλεμη ὡς πρός τήν ἀλήθεια σύρραξη τῆς πτωτικῆς μας συνείδησης.
Εἰρήνη εἶναι ὁ θεῖος καιρός πρίν τόν ἔκπτωτο χρόνο μας.
Εἶμαι ἕνα σκοτάδι πού νιώθοντας τήν ἀφή τοῦ Θεοῦ ἀνάβει.
Ἀναμερίζει, τότε, ἡ παχυλότητα τοῦ χρόνου καί μιά μεθεκτική αὔρα τυλίγει σά βρέφη ὅλα τά πράγματα.
Εἶναι σά νά βλέπεις γιά πρώτη φορά. Ἱερή δόξα τῆς ὅρασης.
Κοιτᾶς ὄχι μέ τά μάτια ἀλλά μέ τήν αἴσθηση τοῦ Θεοῦ στήν καρδιά. Ὁ πανταχοῦ ἀναστάσιμος ἄνεμος κερδίζει τήν ἀναπνοή σου.
Τίποτα δέν εἶναι φθαρτό πιά. Νιώθεις σέ κάθε τι τήν ἄυλη δόξα του.
Ἡ εἰρήνη μπολιάζει τόν χρόνο ἀθανασία. Ἡ εἰρήνη γίνεται εἴσοδος στήν καθολικότητα τῆς θείας μακαριότητας.
Ὅταν ἐπιστρέφεις στόν χρόνο, ὁ χρόνος σέ σέβεται.
Οἱ ἐναντιότητες ἀναγνωρίζουν τόν Κύριο τῆς εἰρήνης σου καί σαστίζουν
καθώς σέ βλέπουν ἐλαχιστότατο, σέ μιά μηδενική πιά συχνότητα πού δέν μποροῦν νά ἀγγίξουν.
Ὁ χρόνος γίνεται βαθύς, ἀτελεύτητος μές στό αἰώνιο
ἄν στέκεις ἀκόμη ἐδῶ εἶναι γιά νά μήν ἀπουσιάσεις ποτέ
ἀπό τήν ροή τῶν αἰώνων.
Ἡ χοϊκή σκιά πού σέ κατοικεῖ παίρνει χροιά ἀθανασίας.
Κι ὁλοένα ρέεις ἀπό τήν προσευχή στόν λόγο
Καθώς χάρη μεθεκτική μερώνει τίς ρεματιές τοῦ βίου
Ἐνῶ ἡ ζῶσα σιωπή εἶναι πιά τό κοινό σῶμα τῆς ἀλήθειας
Γιά νά ἀνταμώνει ἡ ψυχή τόν ἑαυτό της στήν ὕλη
Καί νά γίνεται
Ε ἰ ρ ή ν η
Τό αἷμα τοῦ πνεύματος εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων.
Εἰρήνη εἶναι ὁ θεῖος χῶρος μέσα στήν ὕπαρξη.
Ὄχι, δέν εἶναι μιά ἐξωτερική συνθήκη. Εἶναι πνοή τοῦ Θεοῦ πού σκηνώνει μυστικά στήν πνοή σου.
Τήν οὐσία κρατᾶ ἡ ἀναπνοή πού μετέχει.
Ἄν τό μυστήριο δέν ἔχει γίνει σῶμα σου ἀρετή δέν ἔχεις.
Στή ἱερή κράση τῆς παρθενικότητάς σου, ἐμπιστεύεται ὁ Θεός τίς ἡμέρες σου ὡς τῆς καλῆς ἐλπίδος ἀκρωτήρια.
Ἡ κατ’οὐσίαν κίνηση τῆς ἐλπίδος εἶναι σύνδεσμος εἰρήνης. Παρουσία ἀναστάσιμη.
Εὐσύνοπτη καθολικότητα ἀπό τή μυστική ἐνοικείωση τῆς χάρης.
Μέλη σου τότε οἱ κορυφές καί τά ἀνοιχτά πελάγη μέλη. Βαδίζεις καί κοινωνεῖς τίς ἀρετές τοῦ Θεοῦ.
Χάνει τή φθαρτή περιβολή του ὁ κόσμος καί ὡς φῶς πού ὁρᾶ, σῶμα ἀποκτᾶ τήν ἑνότητα τή θεία.
Ἐνδύεται ὁ Κύριος σώματα τόσα πού σοῦ ἀφαιροῦν τόν θάνατο. Ἡ πιό βαθιά αὔρα τῆς ἡμέρας σοῦ γίνεται ροῦχο.
Ἔτσι σέ μοίρανε ἡ ἀλήθεια Του. Μές στό σκοτάδι νά λάμπεις σάν πανσέληνος στόχος, μ’ ὅλα τά μάτια τῶν ἐλπίδων στραμμένα ἐπάνω σου.
Ἡ παρουσία ἀποκτᾶ τρυφερότητα θεία. Γίνεται χέρι πού μεταγγίζει ἀνατολή στό αἷμα τῆς δύσης.
«Δόξα τῇ μακροθυμίᾳ σου Κύριε»
Ἐκστασιασμένη ἀπό τήν ὡραιότητά σου Χριστέ, ἀκινητοῦσα προσευχόμενη μπρός στήν εἰκόνα τῆς ἄκρας ταπεινώσεώς Σου. Μοναδική ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς κίνηση, μιά θερμή ἀνάβρυζε παράκληση: «Δός μου τήν εἰκόνα σου Κύριε». Καί ὡς ἀκριβός οἰκεῖος ἐνέκυψες καί ζωῆς αἰωνίου ὑπόσταση ἔδειξες:
«Αὐτό δέν ἔκανα;
Δέν σοῦ ἔχω ἐξ ἀρχῆς παραδώσει τό
«κατ’εἰκόνα» μου;»
Αὐτό πού ἔλειψε εἶναι ἡ ἀγωγή πρός τό μυστήριο.
Συνηθίσαμε νά κινούμαστε τόσο γρήγορα πού προσπερνοῦμε τήν ἀναπνοή μας.
«Ὥς ἀναπνοή θά πρέπει νά ἐννοήσετε τήν πνευματικότητα» γράφει ὁ Ν. Γ. Πεντζίκης.
Ἡ ὄντως εἰρήνη εἶναι ἀναπνοή ἐν Θεῷ. «Ἀς λάβουμε συνείδηση τῆς πνοῆς μας» (Πεντζίκης).
Δέν εἶναι φτιαγμένη ἡ ζωή γιά νά τήν τρέχουμε.
Πρέπει νά δίνουμε στό φῶς χρόνο νά ἀνασαίνει.
Ἡ στιγμή πού ξεγλιστρᾶ καί μᾶς ἀφήνει ἀδειανούς
Εἶναι ἐκείνη τοῦ φωτός
πού δέν τήν θωπεύσαμε ἀνεβατή εἰρήνη.
Εἰρήνη εἶναι ὁ ἐν δυνάμει πόρος τῆς χάριτος.
Παγιδευτήκαμε σέ μιά ἐγκεφαλική ἐκπαίδευση πού εὐνούχισε τήν ὕπαρξη.
Κούφωσε ἡ ζωή δίχως ἀγωγή γιά τό μυστήριο. Κουρέλια ντύθηκε ὁ ἥλιος καί ἡ καρδιά κρύωσε.
Ἡ ἀναπνοή κατάντησε ἐρημοποιητική δυναστεία καί ἡ λογική φέρετρο τοῦ μυστηρίου.
«Ἔχουμε τρελαθεῖ.
Εἶναι σάν νά τό ἔχουν κλείσει τό φῶς μέσα σέ ἕνα σεντούκι.
Ὅμως παλεύει νά βγεῖ ἀπό τό σεντούκι.»
( Δημήτριος Παπαδάκης, ἐτῶν: 7!)
Πρέπει νά ξανακινηθοῦμε μυσταγωγικά μέσα στόν χρόνο κόσμο, ξεκλειδώνοντας ἀντίληψη ἁγιότητας.
Νά διαισθανθοῦμε τό θεῖο ρίγος πού διαποτίζει τή σιωπή,
ὥστε νά διασταλεῖ στήν ψυχή ἡ καινή στιγμή τῆς ὑπάρξεως: ἡ στιγμή τῆς πίστης,
πού μετουσιώνει τήν ἀναπνοή σέ ἀναστάσιμη ἑνοποιητική θαλπωρή τῶν διεστώτων.
Αὐτή ἡ ἀσκητική τῆς ἀλήθειας προϋποθέτει πόρο συντονισμοῦ μέ τό μυστήριο.
Καί ἡ ἐν δυνάμει προσέγγιση μέ τό μυστήριο, εἶναι πόρος εἰρήνης βαθειᾶς.
Ὥστε νά μπορέσουν οἱ διψασμένες σιωπές μας νά ἐνστερνιστοῦν τήν πνοή τοῦ Κυρίου τους .
Εἰρήνη εἶναι τοῦ μυστηρίου ἡ δύναμη.
Ἡ εἰρήνη γίνεται συνείδηση πού ἐπιστρέφει:
Ἐπιστρέφω στήν κοίτη μου
ἐκεῖ πού Ἐσύ εἶσαι.
Μόνη ἀπόκριση τούτη ἡ ἐπιστροφή εἶναι.
Ὥστε νά καταλυθεῖ στό ὄνομα τῆς ἀγάπης κάθε φθορά μέ αἰωνιότητα.
Ἡ εἰρήνη γίνεται τό καινό δέρμα τῆς χάριτος
καί ἡ ἀγάπη τό καινό δέρμα τῆς αἰωνιότητος.
Μακροθυμία μυστική πού ἐπισυνάγει τά πάντα στόν Ύψιστο. Κλήση Κυρίου ὡς ἀέναο «ἐλθέ» ἐπί σφόδρα κυματούμενων ὑδάτων.
Ὁ πιό δυνατός Παράδεισος πού ἔζησα ἦταν ἡ ματιά τῆς εὐχαριστίας, κάθε πού ἔπαιρνα εὐλογία νά γίνω ἡ ἀπροσδόκητη διακονία,
ἡ δροσερή αὔρα στήν τρικυμία τοῦ βίου. Δέν τό συνειδητοποιοῦσα, ἀλλά ἦταν τότε πού βάδιζα στά νερά δίχως νά καταποντίζομαι,
σταυρόθυμα ἀκυρώνοντας τήν ψευδή αὐτονομία τῆς ὕπαρξης.
Ἀλλοιώνονταν ἡ καρδιά σέ ναό τῆς τοῦ Θεοῦ Εἰρήνης
καί τά εἰκονίσματα τῶν προσώπων, μακρόθυμα μές τίς δοκιμασίες, ἔλαμπαν.
Τά στοιχεῖα τοῦ κόσμου ὐποτάσσονταν.
Σά νά ἔκανε στάση ἡ ψυχή, λύοντας τόν χρόνο μιά στιγμή νά δεῖ τό ἀληθινό της σῶμα.
Καί δέν τρόμαξε ἀπό τό ἀπόλυτο σκοτάδι, μά μιά στιγμή, συγκεράστηκε Νυμφίου σῶμα
κι ἐκστασιάστηκε σέ μήτρα πού ἔπιασε νά δίνει στό φῶς, μορφές βαθιά ἀνθρώπινες, βαθιά θεῖες.
Ἡ στιγμή δέν περνᾶ πιά ἀλλά σώζεται. Ἔχει εὐλογηθεῖ ὁ καιρός.
Ὅλα τά ὀνόματα τοῦ κόσμου σοῦ γίνονται οἰκεῖα, ὅλα τά σκοτάδια νήματα νά ὑφάνεις φῶς,
ὅλα τά σκιρτήματα ἐκκλησιές νά προσκυνᾶς τόν Αἰώνιο.
Οἱ μέρες σου ὅλες ἀχνιστά καρβέλια φωτός, ἀντίδωρα ἀληθείας.
Ἡ Παναγιά κατεβαίνει τακτικά ἀπό τό εἰκονοστάσι καί ξεσκονίζει τήν εἰκόνα σου.
Ε ἰ ρ ή ν η!
Εὔχομαι ὑγεία θείου φωτός στήν ἀναπνοή μας
καί εὐγένεια εἰρήνης στούς χρόνους μας.
ΥΓ. Τό κείμενο δημοσιεύτηκε στό περιοδικό "Πειραϊκή Ἐκκλησία" τεῦχος Δεκεμβρίου 2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου